«Ω να μπορούσαμε, λέει, τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν μια δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες των συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς… Κοντολογίς, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά απ’ το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες.»
Σε τούτο τον μηχανισμό του εξορκισμού, που περιγράφει ο ποιητής («Τα δημόσια και τα ιδιωτικά», Οδ. Ελύτης, εκδόσεις Ίκαρος), γυρεύω ασυλία όταν μεταδίδεται ζωντανά ο θλιβερός χορός του θανάτου. Σαν θεατής που βλέπει ένα άθλιο οικοδόμημα και ξέρει ότι με τα ίδια υλικά θα μπορούσε να ‘χει γίνει κάτι που να στέκει καλύτερα.
Σε τούτο τον μηχανισμό γυρεύω ασυλία όταν έρχομαι αντιμέτωπη με τα βίντεο της απελπισίας, τη μαύρη τρύπα της Μέσης Ανατολής, που απειλεί να καταβροχθίσει κάθε σαιξπηρική ή τσεχοφική λύση, αφού πρώτα χιλιάδες ζωές θερίσει, οικονομίες και χώρες αποσταθεροποιήσει. Είναι γνωστό από την αστροφυσική πως όσο περισσότερα αντικείμενα καταπίνουν οι μαύρες τρύπες, τόσο τους ανοίγει η όρεξη.
Δεν θέλω να πω για τον πόλεμο. Δεν ξέρω. Γι’ αυτό και μου κάνουν εντύπωση άνθρωποι που δεν αντέχουν να δώσουν αίμα, αλλά είναι βέβαιοι πού η αλήθεια και πού το ψέμα όταν ρέει των άλλων το αίμα.
Δεν θέλω να πω για την καταδίκη στην άβυσσο ή για την «επόμενη μέρα» που τώρα φαντάζει νύχτα. Δεν θέλω να πω για λιοντάρια και ψύλλους. Ουδεμία σχέση με βιβλικούς μύθους. Δεν θέλω να πω αυτά τα ίδια.
Θέλω να πω ότι δεν συνηθίζεται το κακό.