Ο πόλεμος που ξέσπασε ξαφνικά και βίαια στη Μέση Ανατολή «έσωσε» τις κεντρικές τράπεζες από τα χειρότερα. Μέχρι πριν από την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη είχαν πάρει την ανηφόρα και ειδικά τα 10ετή αμερικανικά χρεόγραφα άγγιξαν το επίπεδο του 5%, επίπεδο που οικονομολόγοι θεωρούν ιδιαίτερα κρίσιμο, αφού αντανακλά μια πολύ απαισιόδοξη εκτίμηση της αγοράς και των επενδυτών για την πορεία της οικονομίας.
Μάλιστα, οι γνωστές «Κασσάνδρες» της Wall Street χαρακτηρίζουν αυτές τις αποδόσεις καταστροφικές. Ας θυμηθούμε τι συνέβη με την κατάρρευση των μικρομεσαίων τραπεζών στις ΗΠΑ που κλονίστηκαν από το βάρος της αύξησης των επιτοκίων στα ομόλογα. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στην Ευρώπη, όπου οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων 10ετούς διάρκειας βρέθηκαν στα ύψη. Το ελληνικό άγγιξε το 5%, το γερμανικό το 3%, το ιταλικό το 5% και το βρετανικό επίσης το 5%.
Σε άλλες εποχές, μια τέτοια εξέλιξη θα ανάγκαζε τις κεντρικές τράπεζες να παρέμβουν με σκοπό να σταθεροποιήσουν τις τιμές και τις αποδόσεις του κρατικού χρέους. Κάτι ανάλογο συνέβη πριν από μερικά χρόνια, όταν η ΕΚΤ παρενέβη με προγράμματα επαναγοράς και ρευστότητας για να συγκρατήσει την άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων, ειδικά στην περιφέρεια της Ευρώπης.
Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι κεντρικές τράπεζες είναι προσηλωμένες σε έναν και μοναδικό στόχο: την τιθάσευση του πληθωρισμού μέσω μιας πολύ αυστηρής νομισματικής πολιτικής με υψηλά επιτόκια, που «πνίγουν» την ανάπτυξη, στερώντας τις οικονομίες από ρευστότητα.
Και πάνω που άρχιζαν να προβληματίζονται από την άνοδο των αποδόσεων, ήρθε ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή για να αλλάξει, προσωρινά, το κλίμα. Οι επενδυτές σπεύδουν στην ασφάλεια που προσφέρουν τα κρατικά ομόλογα και διακόπτουν την ανοδική πορεία των αποδόσεων.
Το πρόβλημα στις αγορές δεν έχει λυθεί. Παραμένει όμως αυτή τη στιγμή σε λανθάνουσα κατάσταση.