Ίσως να «φταίει» ο μεγάλος μου αδελφός, αλλά μεγάλωσα βλέποντας πολύ μπάσκετ. Και για τη γενιά μου αυτό σημαίνει ότι μεγάλωσα με τον Γιάννη Ιωαννίδη. Αυτόν που ως μικρό παιδί άκουγα ότι μεγαλούργησε στον πάγκο ενός μαγικού Άρη και που στα εφηβικά μου χρόνια λάτρεψα η ίδια ως προπονητή του Ολυμπιακού (που πήρε τέσσερα πρωταθλήματα Ελλάδας και έφτανε πάντα στην πηγή χωρίς να πιει νερό στο Ευρωπαϊκό) και αργότερα της ΑΕΚ.
Τον «Ξανθό» τον θυμόμαστε με το πλατύ χαμόγελο μετά τις νίκες, αλλά και με τις εκρήξεις του, να φωνάζει σε παίχτες και διαιτητές, να πετάει το σακάκι, με το τσιγάρο στο χέρι, να μην αφήνει τίποτα να πέσει κάτω στις συνεντεύξεις Τύπου, να μην ξεχνάει ποτέ τα γούρια του.
Τον θυμόμαστε και μέσα από τα λόγια των παιχτών του. Εκείνων που τόνιζαν πάντα πόσο αυστηρός και απαιτητικός ήταν, πόσο σκληρός μπορούσε να γίνει, αλλά και πώς ήξερε να φέρεται σαν σπουδαίος προπονητής και άνθρωπος, να προσφέρει αγάπη. Μία φιγούρα πατρική, με την οποία μεγάλωσε το ελληνικό μπάσκετ και μεγαλώσαμε κι εμείς.
Τι αντίο μπορείς να πεις σε μία τέτοια προσωπικότητα; Αυτό που θα ακούει ίσως και εκείνος από εκεί ψηλά να τραγουδούν χιλιάδες: «Κι αν ήρθε κάποτε η στιγμή να αφήσεις το λιμάνι, θα σ’αγαπάμε μια ζωή Ιωαννίδη Γιάννη».