Η διαπίστωση ότι το οικονομικό μοντέλο που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες έφτασε στο τέλος του, δεν προέρχεται μόνο από τους κρατιστές οικονομολόγους, αλλά γίνεται αποδεκτή σχεδόν από όλους, έστω σιωπηρά, αποδεχόμενοι, ότι η λογική της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς απέτυχε, αφού βέβαια μας κληρονόμησε σειρά από κρίσεις και προβλήματα.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ακόμη δυνάμεις, οι οποίες ανθίστανται, στην ελπίδα, ότι στην επόμενη στροφή και αφού καταλαγιάσουν οι κραδασμοί από τις αλλεπάλληλες κρίσεις, θα επανέλθουμε στη γνωστή μας τακτική «business as usual», διαιωνίζοντας στρεβλώσεις, ανισορροπίες και κοινωνικές αδικίες προς όφελος ορισμένων. Έτσι, προς το παρόν, αντί να δρομολογηθούν βαθιές ριζοσπαστικές αλλαγές, επαναπαυόμαστε σε εμβαλωματικές παρεμβάσεις, κυρίως επούλωσης των κοινωνικών επιπτώσεων καθώς και προστασίας της εσωτερικής αγοράς από την έκθεση σε έναν ανηλεή διεθνή ανταγωνισμό.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του αποτυχημένου μοντέλου
Μετά την κατάρρευση του απόλυτου κρατισμού που εφαρμόστηκε στις περισσότερες χώρες του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού, επικράτησε ένα εξίσου ακραίο μοντέλο, με τη βασική φιλοσοφία, ότι η ελεύθερη αγορά λειτουργεί άψογα προς όφελος όλων, μέσω των «trickle down economics», ενώ διαθέτει δυνάμεις για να θεραπεύει αυτομάτως κάθε ανισορροπία που παρουσιάζεται. Αρκεί το κράτος να μείνει όσο το δυνατόν μακριά από το οικονομικό γίγνεσθαι και να αφήσει τις δυνάμεις της αγοράς (το αόρατο χέρι!) να δράσουν, επουλώνοντας και κάθε ανεπιθύμητη πληγή που εμφανίζεται στο σώμα της οικονομίας.
Τα βασικά εργαλεία για τη ρύθμιση, αλλά και γενικότερα την άσκηση οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε, ήταν η μείωση των κρατικών δαπανών και των φόρων, η μείωση των κοινωνικών δαπανών, η ελαστικότητα στην αγορά εργασίας καθώς και ο περιορισμός ρυθμίσεων και κρατικής εποπτείας στις επιμέρους αγορές. Σε τελευταία ανάλυση μια πολιτική αυστηρής λιτότητας σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών.
Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθούμε σε αλλεπάλληλες κρίσεις, οι οποίες ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστούν με τα παραδοσιακά εργαλεία της μονεταριστικής σχολής.
Οι τραπεζικές κρίσεις φανέρωσαν τις αδυναμίες
Το τι σημαίνει να αφήσει κανείς την αγορά να λειτουργεί χωρίς ελέγχους και κανόνες, απεδείχθη περίτρανα κατά τη διάρκεια της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και προσφάτως κατά την τραπεζική κρίση του Μαρτίου, η οποία ευτυχώς περιορίστηκε γρήγορα και δεν πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Προ του 2008 όλες οι εποπτευόμενες οντότητες, τράπεζες, ασφαλιστικές, εταιρείες, αντισταθμιστικά κεφάλαια, με όλη τη δύναμη που διαθέτουν, απαιτούσαν από τις κυβερνήσεις τη μείωση των «ενοχλητικών» εποπτικών κανόνων, προτάσσοντας το υπέρογκο λειτουργικό κόστος, ενώ η πραγματική τους επιδίωξη ήταν η διενέργεια συναλλαγών με αδιαφανείς διαδικασίες. Το έργο της εποπτείας μεταφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό στους ιδιωτικούς οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι μοίραζαν αφειδώς λαμπρά πιστοποιητικά για τους πελάτες τους, ακόμη και για αυτούς που την επόμενη μέρα της έκδοσης χρεοκοπούσαν.
Το αποτέλεσμα, το έζησε η ανθρωπότητα, όταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα εισήλθε σε μια αυτοκαταστροφική διαδικασία, η οποία σταμάτησε μόνο όταν τα κράτη στήριξαν το σύστημα με κεφάλαια, τόσο αυξάνοντας την ρευστότητα με επιμήκυνση του ενεργητικού των κεντρικών τραπεζών, όσο και τις δημόσιες δαπάνες με διόγκωση του δημοσίου χρέους. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και στην πρόσφατη χρεοκοπία τριών αμερικανικών τραπεζών και μιας ελβετικής τράπεζας, η σωτηρία των οποίων κόστισε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια στα ενδιαφερόμενα κράτη.
Ότι, κάτι δε λειτουργεί σωστά σε αυτό το σύστημα, έγινε φανερό και στους πλέον φανατικούς υποστηρικτές του. Άλλωστε ήδη, πριν από 85 χρόνια ο John Maynard Keynes είχε διαπιστώσει, ότι οι αγορές χωρίς ρυθμιστικό πλαίσιο οδηγούνται από συμπεριφορές αγέλης (animal instincts) και όχι από ορθολογικές αποφάσεις, με αποτέλεσμα τη δημιουργία «φουσκών», οι οποίες σε περίπτωση που σκάσουν, ακόμη και το ίδιο το κράτος, όσα μαξιλάρια ρευστότητας και αν διαθέτει, δεν είναι σε θέση να τιθασεύσει. Σε μια τέτοια περίπτωση οι επιπτώσεις στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία μπορούν να αποβούν πολύ επώδυνες.
Αναγκαία η πολυεπίπεδη παρέμβαση του κράτους
Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι η κρατική συμμετοχή στη ρύθμιση αλλά και στη λειτουργία της οικονομίας είναι απολύτως απαραίτητη. Και τούτο, όχι μόνο σε περιόδους κρίσης, αλλά και σε εποχές όπου δεν υπάρχουν αναταράξεις. Αυτό υποστηρίζει άλλωστε και ο ίδιος ο Keynes (βλ. επίσης άρθρο μου στο TVXS στις 28/2/2021, «Κεϋνσιανή οικονομική πολιτική διαρκείας»). Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια, ότι πρέπει να περιορισθεί το εύρος των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών του ιδιωτικού τομέα. Αντίθετα μάλιστα.
Αυτές όμως, θα πρέπει να εντάσσονται σε ένα κρατικό σχέδιο αειφόρου ανάπτυξης, αφού από μόνες τους ελάχιστα ενδιαφέρονται για τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα των επιλογών τους, σκοπεύοντας στο βραχυπρόθεσμο κέρδος και στα υψηλά μπόνους των διοικήσεών τους, ενώ αντίθετα το κράτος πρέπει να σχεδιάζει αναπτυξιακές διαδικασίες που θα διασφαλίζουν την επιτυχημένη συμμετοχή της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας σε μονιμότερη βάση. Έτσι εξυπηρετείται και ο βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής, που είναι η βελτίωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου με την κατά το δυνατόν δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος, δημιουργώντας μηχανισμούς εξομάλυνσης των ανισοτήτων.
Η δημιουργία του κοινωνικού κράτους άλλωστε, με κυρίαρχη την έννοια της οργανωμένης αλληλεγγύης μεταξύ ισχυρών και αδυνάμων, αποτελεί και τη σημαντικότερη επιτυχία της ενωμένης Ευρώπης, που τη διακρίνει από τις άλλες υπερεθνικές ή εθνικές οντότητες.
Οι απαιτήσεις της επόμενης μέρας
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών φανέρωσαν ότι στις απαιτήσεις προς το κράτος για προσφορά σύγχρονων υπηρεσιών στους παραδοσιακούς τομείς όπως είναι η παιδεία, η υγεία, η ασφάλεια κ.α. έχουν προστεθεί και άλλες απαιτητικότερες, όχι μόνο γιατί προϋποθέτουν την κινητοποίηση και διάθεση σημαντικών κεφαλαίων αλλά και οργανωτική επάρκεια, την οποία οφείλει όπου δε διαθέτει να την αποκτήσει. Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, συνδέεται με την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου της χώρας μέσω της διενέργειας επενδύσεων, το μέγεθος των οποίων δεν είναι σε θέση να φέρει μόνος του ο ιδιωτικός τομέας, χωρίς την ενεργό συμμετοχή του κράτους.
Η ψηφιακή μετάβαση επίσης, που θα μας οδηγήσει στην επόμενη μέρα, απαιτεί μια σειρά από δαπάνες όχι μόνο για την αγορά και εγκατάσταση νέων συστημάτων, αλλά και για την εκπαίδευση και την έρευνα που καθιστούν εφικτή την αξιοποίησή τους προς όφελος της κοινωνίας. Η εμφάνιση εξάλλου έκτακτων φαινομένων όπως η πανδημία και οι φυσικές καταστροφές, δοκιμάζουν τις δημοσιονομικές αντοχές των κρατών, για την κάλυψη όχι μόνο των ανθρώπινων αναγκών των πληγέντων, αλλά και την αποκατάσταση των καταστροφών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Ο νέος ρόλος του κράτους συνεπώς είναι πολυσχιδής και απαιτεί την κινητοποίηση σημαντικών κεφαλαίων. Επειδή δε οι πηγές δεν είναι ανεξάντλητες, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ, στοχευμένα και με σύνεση. Θα πρέπει κατά προτεραιότητα να καλύπτουν κυρίως τις ανάγκες των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού καθώς και τη δημιουργία ενός σύγχρονου πλέγματος δημοσίων υποδομών, οι οποίες ως εξωτερικές οικονομίες στη συνέχεια, να διευκολύνουν τις παραγωγικές επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα καθιστώντας τες ικανές να αντέξουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Για να ανακτήσει όμως το κράτος μέρος τουλάχιστον από τις χαμένες αρμοδιότητες προς όφελος του κοινωνικού συνόλου απαραίτητη προϋπόθεση είναι η οργάνωση της ίδιας της Δημόσιας Διοίκησης σε σύγχρονη βάση, ώστε να καταστεί αποτελεσματική. Σε μια εποχή μάλιστα, που ενώ από τη μια μεριά διαθέτουμε σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια, κυρίως από την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ καθώς και με τη σχετική τραπεζική μόχλευση, συνολικά περί τα 100 δισ. ευρώ, από την άλλη υπάρχουν και παράγοντες όπως η αύξηση του κόστους των κατασκευαστικών εργασιών και υλικών, η ραγδαία άνοδος των επιτοκίων, όπως και η επαναφορά του Δημοσιονομικού Συμφώνου, οι όροι του οποίου συχνά εκπληρώνονται με τη μείωση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις. Αυτό σημαίνει, ότι με τα ίδια κεφάλαια μπορεί να παραχθεί μικρότερο έργο, ένας λόγος παραπάνω για την αποδοτικότερη αξιοποίηση των πόρων, στην πορεία προς την επίτευξη του βασικού μας στόχου, που είναι η διατηρήσιμη ανάπτυξη.
* Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς