Η Κριστίν Λαγκάρντ επαναλαμβάνει, όπου σταθεί και όπου βρεθεί, το «mantra» του «για όσο χρειαστεί» όσον αφορά τη διατήρηση της αυστηρής νομισματικής πολιτικής.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί επιμένει να το φωνάζει. Υπάρχει κάποια ανησυχία στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής πάνω στην οικονομία, τις πολιτικές προεκτάσεις της λιτότητας που προκαλεί λόγω έλλειψης ρευστότητας ή ακόμη και για συνοχή του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ;
Πιθανότατα και για τους τρεις αυτούς λόγους, αν και ο τελευταίος φαίνεται να βρίσκεται σε προτεραιότητα καθώς οι φωνές διαμαρτυρίας πληθαίνουν διαρκώς. Η ΕΚΤ εμμένει στη θέση πως τα υψηλά επιτόκια θα κατεβάσουν τελικά τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%, πιθανότατα σε έναν χρόνο από σήμερα. Όμως, τελευταία ο αντίλογος ακούγεται ηχηρός. Ο Ισπανός κεντρικός τραπεζίτης εκτιμά πως ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί εάν τα επιτόκια παραμείνουν στο επίπεδο αυτό για αρκετό χρονικό διάστημα, ενώ ο Γάλλος ομόλογός του είναι πιο επιθετικός τονίζοντας πως η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να δοκιμάζει τις αντοχές της ευρωπαϊκής οικονομίας μέχρις του σημείου διάσπασης μόνο και μόνο για πετύχει έναν μακρο-οικονομικό στόχο.
Αναλυτές και οικονομολόγοι προειδοποιούν -εδώ και αρκετό καιρό- πως η ΕΚΤ δεν πρέπει να παραμείνει εγκλωβισμένη στον ισχύοντα στόχο για τον πληθωρισμό, αλλά να επιδείξει ευελιξία -όπως στη διάρκεια των πρόσφατων κρίσεων- αλλάζοντας τον στόχο. Η αλήθεια είναι πάντως ότι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει πετύχει τουλάχιστον κάτι σημαντικό: έχει σταθεροποιήσει τις αγορές ομολόγων, οι οποίες πρώτες αποτιμούν τις αλλαγές στη νομισματική πολιτική.
Η Λαγκάρντ μιλά για το καθήκον επιστροφής του πληθωρισμού στο 2% με τρόπο που να μην επιβαρύνει περισσότερο τους επενδυτές και τους δανειολήπτες. Αυτή άλλωστε είναι και η βασική αποστολή της.
Όταν όμως οι μακρο-οικονομικοί δείκτες χειροτερεύουν διαρκώς, το καθήκον αποκτά κι άλλες παραμέτρους. Την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα.