Οι κομματικές ηγεσίες παντού στον κόσμο αρέσκονται να παρουσιάζουν την απευθείας εκλογή του αρχηγού ή του υποψηφίου σε κάποια επερχόμενη εκλογή του κόμματος ως «γιορτή της δημοκρατίας». Εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται εύλογο. Τα μέλη, οι οπαδοί ή οι απλοί «φίλοι» του κόμματος (η μέθοδος διαφέρει ανά χώρα και ανά κόμμα) ψηφίζουν αδιαμεσολάβητα τον αρχηγό τους, χωρίς να παρεμβάλλονται οι επάρατοι «κομματικοί μηχανισμοί». Η αμεσότητα αυτών των διαδικασιών δίνει στους εκλεγμένους αρχηγούς μεγάλη νομιμοποίηση και εμμέσως ανανεώνει συνολικά το πολιτικό σύστημα.
Αυτό τουλάχιστον λέει η θεωρία. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Όπου και αν κοιτάξει κανείς, η επέκταση της μεθόδου της εκλογής αρχηγού από την βάση – συχνά αποκαλούμενη «προκριματικές εκλογές» ως μετάφραση των «primaries» στις ΗΠΑ – δεν φαίνεται να έχει ανακόψει τις τάσεις που υποτίθεται ότι αυτή θα μετέστρεφε. Παντού στον δυτικό κόσμο τα μέλη των κομμάτων μειώνονται, το ενδιαφέρον για την πολιτική αποδυναμώνεται και ο κυνισμός αυξάνεται. Η υιοθέτηση «προκριματικών» εκλογών, συχνά η απέλπιδα προσπάθεια κομμάτων σε παρακμή να αναζωογονήσουν το ενδιαφέρον του κόσμου για αυτά, συνήθως δεν καταφέρνει τίποτα άλλο από το να μεταφέρει στο επίπεδο του ενός κόμματος τις τάσεις που ήδη διαφαίνονταν στο επίπεδο του κομματικού συστήματος συνολικά.
Αυτή η τάση είναι σαφής στην Ελλάδα, όπου η συμμετοχή των οπαδών των κομμάτων σε αυτές τις διαδικασίες βαίνει σαφέστατα μειούμενη. Ο αριθμός των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που μετείχε στις πρώτες δυο απευθείας εκλογές αρχηγού που έγιναν στην Ελλάδα είχε μειωθεί κατά 300 χιλιάδες από την πρώτη το 2004 στην δεύτερη το 2007, παρότι η πρώτη εκείνη εκλογή του 2004 ήταν ουσιαστικά μια διά βοής αναγόρευση ενός υποψηφίου ενώ το 2007 υπήρχαν τρεις υποψήφιοι.
Κατά ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, 380 χιλιάδες, μειώθηκαν οι συμμετέχοντες στις εκλογές της Νέας Δημοκρατίας μεταξύ των πρώτων το 2009 και των δεύτερων το 2015 (λαμβάνοντας υπόψη μόνο τους πρώτους γύρους). Τον Κυριάκο Μητσοτάκη εξέλεξαν αρχηγό περίπου 400 χιλιάδες ψηφοφόροι, ενώ στις φετινές εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχαν λιγότεροι από 150 χιλιάδες. Από πουθενά δεν προκύπτει επομένως ότι αυτή η διαδικασία έχει ανανεώσει το ενδιαφέρον του κόσμου για την πολιτική τα τελευταία 20 χρόνια, μάλλον το αντίθετο.
Αν δεν αναζωογονεί το ενδιαφέρον των πολλών για την πολιτική, τουλάχιστον αυτή η διαδικασία οδηγεί στην επιλογή καλύτερου πολιτικού προσωπικού; Η λογική εδώ είναι ότι οι υποψήφιοι αρχηγοί των κομμάτων υποβάλλονται εξαρχής στην βάσανο του διαλόγου και της προεκλογικής εκστρατείας, δεν «φυτεύονται» στην ηγεσία από μηχανισμούς ή οικογενειακές παραδόσεις, και τελικά η δημοκρατία συνολικά επωφελείται από την ανάδειξη καλύτερων κομματικών ηγεσιών, φιλτραρισμένων από την δημοσιότητα και την λογοδοσία προς ένα ευρύ εκλεκτορικό σώμα.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε λόγο μέχρι στιγμής να θεωρούμε ότι η διαδικασία των προκριματικών εκλογών ευθύνεται για την επιλογή χειρότερων ηγεσιών από ό,τι θα έκαναν οι κομματικοί μηχανισμοί, αλλά δεν έχουμε και λόγο να θεωρούμε ότι βελτίωσαν και την κατάσταση. Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ, οι προκριματικές εκλογές μέχρι στιγμής έχουν εκλέξει αρχηγούς που κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν αναδειχθεί και με πιο κλειστές διαδικασίες. Αν μη τι άλλο, τα αποτελέσματα των προκριματικών του ΠΑΣΟΚ το 2004 και το 2007 (αλλά και το 2015 και το 2017), όπως και της Νέας Δημοκρατίας το 2015-16, δεν φαίνεται ότι άλλαξαν και πολλά σε ό,τι αφορά τα εγγενή πλεονεκτήματα που η πολιτική οικογενειακή καταγωγή προσφέρει στην Ελλάδα. Η φετινή εκλογή στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι θα είναι η πρώτη φορά που ένας κυριολεκτικά «ξένος» εκλέγεται από την βάση ενός κόμματος κόντρα σε ό,τι θα έκαναν οι μηχανισμοί του.
Αν τα αποτελέσματα των προκριματικών εκλογών στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια κινούνταν επομένως «στον μέσο όρο» του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σε βάθος χρόνου αυτή η πρακτική οδηγεί σε προβληματικές καταστάσεις. Και είναι εδώ που η περίπτωση Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να προβληματίσει, αν όχι για το ιδεολογικό προφίλ του συγκεκριμένου προσώπου, όσο για το τι λέει για τα κριτήρια και τους παράγοντες που καθορίζουν τις επιλογές των ψηφοφόρων σε βάθος χρόνου.
Στις ΗΠΑ με την μακρόχρονη εμπειρία προκριματικών εκλογών για την ανάδειξη υποψηφίων των κομμάτων για τις προεδρικές εκλογές, οι επιπτώσεις της μεγάλης μεταρρύθμισης της δεκαετίας του ’70 που αφαίρεσε δύναμη από τα κομματικά συνέδρια και την έδωσε στην μάζα των κομματικών ψηφοφόρων είναι δυο. Πρώτον, εκείνη η μεταρρύθμιση επέφερε μια τρομακτική αύξηση της επιρροής των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στην πολιτική, καθώς για να κερδίσουν το χρίσμα οι υποψήφιοι χρειάζονται απίστευτα ποσά για προεκλογικές δαπάνες. Με τις προκριματικές εκλογές να μετατρέπονται σε μικρογραφία των εθνικών εκλογών, η πολιτική τάξη εθίζεται εξαρχής στην οικονομική εξάρτηση από την επιχειρηματική. Σε μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα, αυτή η επιρροή μπορεί να είναι αναλογικά ακόμα μεγαλύτερη.
Δεύτερον, έχει γίνει σαφές στις ΗΠΑ ότι η αλλαγή στον τρόπο εκλογής των υποψηφίων από τα κόμματα συνέβαλε καταλυτικά στην εκτόξευση της ιδεολογικής πόλωσης μεταξύ των κομμάτων. Ο λόγος είναι ότι φυσικά στις περισσότερες των περιπτώσεων οι βάσεις των κομμάτων δεν είναι αντιπροσωπευτικές της κοινωνίας. Πρόκειται αντίθετα για τα κομμάτια εκείνα που εμφορούνται περισσότερο από ιδεολογίες ή προτιμήσεις σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα.
Οι προκριματικές εκλογές επομένως είναι διαδικασίες όπου οι υποψήφιοι συνήθως πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερη ιδεολογική καθαρότητα, τουλάχιστον αρχικά όταν συστήνονται στα μέλη του κόμματος. Ακόμα και όταν ακολούθως ως αρχηγοί ή υποψήφιοι στις εκλογές λειαίνουν το προφίλ τους για να προσελκύσουν κεντρώους ψηφοφόρους στις εκλογές, οι βάσεις των κομμάτων συνηθίζουν με τον καιρό να περιμένουν οι υποψήφιοι αρχηγοί να μένουν πιστοί στον σκληρό πυρήνα της ιδεολογίας τους. Προοδευτικά, αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ριζοσπαστικοποίηση της εκλογικής βάσης του κόμματος, όπως έχει συμβεί στις ΗΠΑ με τους Ρεπουμπλικάνους και στην Βρετανία με το Συντηρητικό κόμμα, όπου την τελευταία δεκαετία οι εκλογές αρχηγών από την βάση σταθερά τιμωρούν τους μετριοπαθείς υποψηφίους.
Αυτές οι δυο τάσεις έχουν φαινομενικά αντίρροπες επιπτώσεις, από κοινού όμως αναδεικνύουν τους κινδύνους της εκλογής των κομματικών ηγεσιών από την βάση. Αν η εσωκομματική συζήτηση γίνεται με αυστηρά ιδεολογικούς όρους, το αποτέλεσμα συνήθως ευνοεί τους πιο ριζοσπάστες και «σκληρούς» υποψηφίους, με τον κίνδυνο το κόμμα να κινηθεί προς πιο άτεγκτες θέσεις και ο κομματικός ανταγωνισμός να πολωθεί συνολικά. Αν στις εσωκομματικές εκλογές αντίθετα επικρατεί χαλαρότητα, ιδιαίτερα σε κόμματα με μικρή προϊστορία και αδύναμες δομές, ο κίνδυνος είναι η διαδικασία να διολισθήσει σε ένα μηντιακό θέαμα όπου επιβραβεύεται ο υποψήφιος με τους περισσότερους πόρους ή την εξυπνότερη επικοινωνία.
Στην Ελλάδα οι προκριματικές εκλογές δεν έχουν παραγάγει μέχρι στιγμής ριζοσπαστικοποίηση (αν και κάποιος θα μπορούσε να πει ότι στις εσωκομματικές της ΝΔ και το 2009 και το 2016 κέρδισε ο πιο «σκληρός» έναντι των αντιπάλων του κόμματος υποψήφιος). Ο μεγαλύτερος κίνδυνος αντίθετα, δεδομένης της φθίνουσας τάσης συμμετοχής, είναι ο δεύτερος: να αποδυναμωθούν οι δομές και οι μηχανισμοί ελέγχου των κομμάτων τόσο πολύ, ώστε η επιλογή των ηγεσιών να γίνει κυριολεκτικά ένας διαγωνισμός αλεξιπτωτιστών, σελέμπριτι ή μεγαλο-επιχειρηματιών, ιδιαίτερα όσο σε αυτές τα κόμματα προσκαλούν τους κάθε λογής «φίλους», επιτείνοντας την χαλαρότητα και την α-πολιτικότητα της διαδικασίας. Το φαινόμενο Κασσελάκη θα πρέπει να προβληματίσει τους πάντες, μέσα αλλά κυρίως έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ.
*Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University