Στο γύρισμα της χιλιετίας, η Ελλάδα διέθετε μια οικονομία με σημαντικές στρεβλώσεις και έναν άκαμπτο δημόσιο τομέα με εμφανείς δυσλειτουργίες. Υπό αυτή την έννοια, δεν ήταν μια ‘τυπική’ δυτικοευρωπαϊκή χώρα, ωστόσο δεν απείχε πολύ από τον μέσο όρο των περιφερειακών χωρών της Ένωσης των 15.
Ο κρατικός μηχανισμός διέθετε στοιχειώδη αντανακλαστικά και παρά το διαχρονικό έλλειμα ανταγωνιστικότητας, η ελληνική οικονομία παρουσίαζε δυναμική ανάπτυξης. Σε κλάδους όπως οι τράπεζες και οι τηλεπικοινωνίες, οι ελληνικές εταιρείες είχαν αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στις βαλκανικές αγορές· εξ ου και το περίφημο σχέδιο του Θεόδωρου Καρατζά περί ‘εθνικών πρωταθλητών’.
Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που ταλάνιζε την εποχή εκείνη την Τουρκία, είχαν οδηγήσει σε σχετική εξομάλυνση και τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Μετά τα Ίμια, η ελληνική διπλωματία ενίσχυσε σταδιακά τη θέση της, ενώ εξισορροπήθηκαν μερικώς και οι αποκλίσεις που υπήρχαν στο ισοζύγιο ισχύος. Η Ελλάδα του 2001 παρέμενε μια μικρή περιφερειακή δύναμη αλλά δεν ενέπνεε κάποια ιδιαίτερη ανησυχία.
Η είσοδος στην ΟΝΕ άλλαξε σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα. Ο πακτωλός φθηνού χρήματος που άρχισε να ρέει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, προσέφερε μια μεγάλη ευκαιρία για ενίσχυση των επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς και σε κρίσιμες υποδομές. Αντ’ αυτού, το μεγαλύτερο μέρος της ρευστότητας κατευθύνθηκε στην επέκταση της κατανάλωσης. Αυτό δημιούργησε ένα κλίμα διευρυμένης ευφορίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας υποχώρησε και το εμπορικό ισοζύγιο επιβαρύνθηκε περαιτέρω καθώς το νέο σκληρό νόμισμα άσκησε ισχυρές πιέσεις στις ελληνικές εξαγωγές.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έθεσε απότομο τέλος σε αυτή την ιδιότυπη bonanza, παροξύνοντας ταυτόχρονα τις εντεινόμενες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας. Αμήχανες μπροστά στις εξελίξεις και υπό την ασφυκτική πίεση Βρυξελών και Βερολίνου διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με το δίλημμα μνημόνιο ή χρεοκοπία. Σε βραχυχρόνιο επίπεδο, τα μνημόνια πέτυχαν μια εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή, δεν έλυσαν όμως τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Τα ελλείματα εξαλείφθηκαν αλλά το δημόσιο χρέος παραμένει υπέρογκο, το εμπορικό ισοζύγιο αρνητικό, και οι άμεσες ξένες επενδύσεις σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.
Με άλλα λόγια, η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης, της ανάκτησης δηλαδή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος διά της συμπίεσης του κόστους εργασίας και των κρατικών δαπανών, αποδείχθηκε προβληματική αν όχι πλήρως αποτυχημένη. Χωρίς αναπτυξιακό σκέλος, η μεγάλης έκτασης δημοσιονομική προσαρμογή υποβάθμισε κρίσιμες υποδομές, επέτεινε τις δυσλειτουργίες του κρατικού μηχανισμού και εν τέλει συντέλεσε στην διαμόρφωση μιας αναιμικής οικονομίας στηριζόμενης, εν πολλοίς, στην μονοκαλλιέργεια του τουρισμού.
Οι τραγωδίες στο Μάτι και στα Τέμπη, οι πρωτοφανείς καταστροφές στην Μάνδρα και στη Θεσσαλία, όσα συνέβησαν το καλοκαίρι στην Νέα Αγχίαλο και προσφάτως στο Στεφανοβίκειο καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στα πρόσωπα των εκάστοτε υπευθύνων αλλά και στο ίδιο το μοντέλο που μας κληροδότησε η κρίση. Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και η ενίσχυση της ρευστότητας που αναμένεται να επιφέρει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για αλλαγή πορείας.
Απαιτούνται ουσιώδεις παρεμβάσεις στο ζήτημα των υποδομών, σημαντική αύξηση των επενδύσεων στο πεδίο του R&D, απογαλακτισμός του ιδιωτικού τομέα από την παρασιτική σχέση με το δημόσιο και πάνω από όλα θεσμική θωράκιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Η λίστα είναι μακρά και οι προγνώσεις μάλλον δυσοίωνες, τα περιθώρια όμως στενεύουν. Οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί μεταβάλλονται και η χώρα μας βρίσκεται σε μια ευαίσθητη περιοχή απέναντι σε μια ανερχόμενη αναθεωρητική δύναμη. Σε αυτές τις συνθήκες το business as usual φαντάζει ως η βασιλική οδός προς την καταστροφή.