Έχω το μέγεθος αυτού που βλέπω. Κανονικά δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, στα απόνερα. Το «εκεί» υπερχειλίζει την εικόνα.
Ξημερώματα, βλέπω στο κινητό την αγριότητα. Κενή ύλη. Ένας άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως res. Μου έρχεται να ουρλιάξω. Ναυτία, φρίκη, οργή για την ανθρωποκτονία του Αντώνη, αγανάκτηση για την αρχική ενημέρωση, που έριχνε επί της ουσίας την ευθύνη στο θύμα, απορία για την αποκτήνωση που εκτίθεται, δεν νιώθει ούτε την ανάγκη να κρυφτεί μπροστά σε τόσα μάτια και ηλεκτρονικά κιτάπια, τρόμος για το τι μπορεί να κάνει όταν δεν υπάρχουν βίντεο και μάρτυρες.
«Όλοι φωνάζαμε”τι κάνεις; Τι κάνεις;” Πέταξαν ψυχρά έναν άνθρωπο στη θάλασσα και γύρισαν και είπαν “φεύγουμε”. Δεν έκαναν ούτε μία προσπάθεια να φωνάξουν βοήθεια, να πετάξουν ένα σωσίβιο. Απλά φύγαμε».
«Έφυγε το πλοίο και από ό,τι έμαθα πήγε ο κόσμος στον καπετάνιο και του χτύπαγε την πόρτα και αυτός τους έκλεισε την πόρτα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα».
Τι δρομολόγιο φυγής ήταν αυτό. Σοκαριστικό ως το φονικό. Άνθρωπος στη θάλασσα, αποκτήνωση στη στεριά. Γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν, χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Το κρύο αυτής της ζωώδους «φυσικότητας», της ισχύος έναντι του αδυνάμου, σε δαγκώνει. Πέτα τον, κάψ’ τον, κλότσα τον. Και φύγε. Πίσω στο πηχτό ακαθόριστο; Στα σκότη; Γνωστοί τόποι, αγώνας ανθρώποι…
Όχι, δεν είναι τραγικό. Μη σκοτώνουμε και με τις λέξεις γεγονότα και προθέσεις. Τραγικό είναι να σε χτυπήσει αυτοκίνητο, μια αρρώστια, κεραυνός, στα στέρφα χώματα του μοιραίου.
Όχι, δεν είναι το γνωστό «τη δουλειά τους έκαναν». Τι δουλειά είν’ αυτή; Δήλωση προκλητική, με βάση προβληματική: αυτή που εξισώνει θύτες και θύμα, «αυτούς που θρηνούν τον αδικοχαμένο και αυτούς που θρηνούν για αυτούς που πήγαν να κάνουν τη δουλειά τους, να φέρουν ένα μεροκάματο, και σήμερα βρίσκονται κατηγορούμενοι για δολοφονία».
Υψώνουμε λάβαρο πανωλεθρίας; Ο Αντώνης Kαρυώτης από τη μεγάλη εξορία μας δίνει την έσχατη ελεημοσύνη. Της απελπισίας