Της Ροδούλας Η. Τσιότσου, καθηγήτριας Μάρκετινγκ Υπηρεσιών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
«Μπαμπά δεν μπορώ να αναπνεύσω» ακούγεται η φωνή ενός μικρού παιδιού στο μπαλκόνι του σπιτιού του με φόντο τις φωτιές σε κοντινό λόφο στην Αττική όπως δείχνει το βίντεο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Ο πατέρας δεν δίνει κάποια απάντηση όπως καμία απάντηση δεν θα μπορέσουν να δώσουν όλοι οι γονείς στα παιδιά τους και στις επόμενες γενιές για την αδιαφορία και την αδράνεια τους στην καταστροφή του περιβάλλον και στις επιπτώσεις της.
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί κίνδυνο ασφάλειας για όλους τους ανθρώπους που ζουν σήμερα αλλά κυρίως για τις μελλοντικές γενιές. Ως εκ τούτου, απαιτείται ιδιαίτερη δέσμευση φυσικών και μη πόρων για τις επόμενες γενιές, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των νέων που ζουν σήμερα για την επίτευξη της διαγενεακής αλληλεγγύης (intergenerational solidarity) και δικαιοσύνης (intergenerational justice). H διαγενεακή δικαιοσύνη που αφορά στο περιβάλλον αναφέρεται στην ευθύνη που έχουν οι υπάρχουσες γενιές προς τους άμεσους και μακρινούς διαδόχους τους, να μην καταστρέψουν το φυσικό περιβάλλον και το κλίμα γενικότερα. Μάλιστα, η σοφία των ιθαγενών στις Η.Π.Α προβλέπει την υιοθέτηση του Κανόνα των Επτά Γενεών. Σύμφωνα με αυτόν τον Κανόνα κάθε απόφαση και ενέργεια που λαμβάνεται και αφορά στο περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, θα πρέπει να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα τους για επτά γενεές. Η δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών αναφέρεται στις ηθικές υποχρεώσεις μιας γενιάς για μείωση της πιθανής βλάβης στις επόμενες γενιές. Η κλιματική αλλαγή είναι ένα εγγενές πρόβλημα μεταξύ των γενεών με εξαιρετικά σοβαρές επιπτώσεις για την ισότητα μεταξύ των τωρινών και των μελλοντικών γενεών και μεταξύ των κοινοτήτων στο παρόν και το μέλλον.
Η αναγνώριση της ευθύνης μεταξύ των γενεών αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ορθής χάραξης εθνικών πολιτικών. Δυστυχώς, η ιδέα της ανάληψης ευθύνης μεταξύ των γενεών δεν έχει ακόμη συζητηθεί στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να μην αντικατοπτρίζεται στις τρέχουσες εθνικές πολιτικές ή συζητήσεις για την κλιματική αλλαγή ενώ το επίκεντρο των πολιτικών δράσης για το κλίμα παραμένει μονόπλευρο (π.χ. ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) και περιορισμένο. Σύμφωνα με μια σχετική μελέτη, τα παιδιά που γεννήθηκαν το 2020 θα βιώσουν διπλάσια έως επταπλάσια αύξηση των ακραίων κλιματικών φαινομένων, ιδιαίτερα των καυσώνων, σε σύγκριση με τα άτομα που γεννήθηκαν το 1960. Η μελέτη διαπιστώνει ότι υπάρχει «σοβαρή απειλή για την ασφάλεια των νέων γενεών» και ζητά αποτελεσματικές δράσεις για να διασφαλιστεί το μέλλον τους1. Συνεπώς, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των δυσμενών επιπτώσεών της δεν επιτυγχάνεται μόνο με τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αλλά και με την πρόληψη και την καλύτερη διαχείριση του περιβάλλοντος και των πόρων του. Με άλλα λόγια απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση και υιοθέτηση μιας αντίστοιχης πολιτικής.
Το δάσος είναι ένα από τα πιο εκτεταμένα οικοσυστήματα στην Ευρώπη, καλύπτοντας το 35% της χερσαίας έκτασης. Οι προσπάθειες διατήρησης τους είναι καίριας σημασίας, καθώς τα δάση διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας και στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Οι πρόσφατες πυρκαγιές στη χώρα μας (με αποκορύφωμα αυτή στον Έβρο), οι οποίες προκαλούν ακόμα και σήμερα την καταστροφή μεγάλων δασικών εκτάσεων, αντανακλούν αυτή την έλλειψη ηθικής ευθύνης απέναντι στις νέες γενιές, την υγεία τους και την ευημερία τους αλλά και την έλλειψη αποτελεσματικών πολιτικών και ικανού αριθμού διαθέσιμων πόρων στη χώρα μας για την πρόληψη και αντιμετώπιση τους.
ΠΗΓΗ: Copernicus
Κάθε γενιά θα πρέπει να παραδώσει στις επόμενες το ίδιο μερίδιο πόρων από αυτό που κληρονόμησε από τις προηγούμενες γενιές. Συνεπώς, η κατανάλωση ανανεώσιμων και μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων με την πάροδο του χρόνου θα πρέπει να αντισταθμίζεται ώστε οι επόμενες γενιές να μη βρίσκονται σε χειρότερη θέση από αυτή των προηγούμενων γενεών. Αντίστοιχα, η καταστροφή τόσων μεγάλων δασικών και μη εκτάσεων από τις πυρκαγιές στη χώρα μας θα έπρεπε να οδηγήσει 1) στον επανασχεδιασμό των εθνικών πολιτικών για την πρόληψη τους (οι υπάρχουσες αποδείχτηκαν ανεπαρκείς), 2) στον επαναπροσδιορισμό των προϋπολογισμών τους και των σχετικών πόρων (π.χ. ανθρώπινων και τεχνολογικών), 3) στον άμεσο σχεδιασμό αντισταθμιστικών μέτρων με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα (δεν έχει γίνει καμία κουβέντα ή σχετική ανακοίνωση μέχρι σήμερα), και 4) στη σχετική αντικειμενική και συστηματική ενημέρωση του ελληνικού λαού για την πορεία υλοποίησης αυτών των μέτρων.
Δυστυχώς, η επίσημη πολιτεία ρίχνει τις ευθύνες στην κλιματική αλλαγή και δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της για τις τεράστιες καταστροφές που προκαλούνται μέχρι και σήμερα από τις πυρκαγιές στη χώρα μας με εμφανή την αδιαφορία της για το μέλλον των σημερινών νέων αλλά και των επόμενων γενεών. Το έκτακτο επίδομα προς τους πυροσβέστες αποτελεί απλώς ένα μικρό επικοινωνιακό «μπαλωματάκι» (ο κλάδος των πυροσβεστών έτσι και αλλιώς το δικαιούται και με το παραπάνω) και δεν αποτελεί ούτε προληπτικό ούτε και αντισταθμιστικό μέτρο. Αντίθετα, αναδεικνύει την ανικανότητα και τον καιροσκοπισμό των ιθυνόντων στην αντιμετώπιση σοβαρών περιβαλλοντικών κρίσεων αδιαφορώντας για το τι θα παραδώσουν στις επόμενες γενεές.
Μήπως ήρθε η στιγμή της ευαισθητοποίησης μας ως πολίτες και της κριτικής αντιμετώπισης των πολιτικών και των εφαρμογών τους ανεξαρτήτου πολιτικής μας τοποθέτησης; Μήπως να βάλουμε τους/ις νέους/ες και τις ζωές τους πάνω από τις κομματικές μας αγκυλώσεις και αντί να «πετάμε χαρταετό» ή να σωπαίνουμε όταν απειλείται το παρόν μας και το μέλλον των επόμενων γενεών, να απαιτούμε τη σοβαρή αντιμετώπισή τους από την εκάστοτε κυβέρνηση; Μήπως θα πρέπει να αναλογιστούμε την «καμένη γη» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που κληροδοτούμε στις επόμενες γενιές εν γνώσει μας ή/και με την αδιαφορία μας; Μήπως να προλάβουμε το «μπαμπά καίγομαι»;
1 Wim Thiery et al. (2021).Intergenerational inequities in exposure to climate extremes. Science 374,158-160(2021).DOI:10.1126/science.abi7339