Την ώρα που η Moody’s και άλλοι οίκοι και αναλυτές προειδοποιούν για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, με τα πρώτα ηχηρά καμπανάκια να χτυπούν, οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν αποκλείουν και νέες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων, διαπιστώνοντας ότι ο πληθωρισμός αντέχει.
Οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών προσπαθούν να αναχαιτίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες ενισχύθηκαν και παραμένουν ισχυρές, με ευθύνη των κυβερνήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού δημιούργησαν, δεν έλυσαν ή δεν αντιμετώπισαν προβλήματα όπως οι πόλεμοι, η διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και οι καιρικές συνθήκες.
Ωστόσο, το «φάρμακο» που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της ασθένειας του πληθωρισμού αποδεικνύεται πολύ ισχυρό, σε βαθμό που δεν το αντέχει ο ασθενής, καθώς οι παρενέργειες είναι περισσότερες από τα προσδοκώμενα δυνητικά οφέλη.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων εκείνο που καταφέρνουν είναι η διόγκωση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, το φρένο στον νέο δανεισμό για επενδύσεις και η μείωση της κατανάλωσης.
Όμως, δεν έχει δοθεί απάντηση στο ερώτημα πώς η αύξηση των επιτοκίων θα αντιμετωπίσει τις ανατιμήσεις των σιτηρών, οι οποίες πυροδοτούν αυξήσεις τιμών σε χιλιάδες αγαθά. Όταν οι ανατιμήσεις των σιτηρών, που είναι βασικά υπεύθυνες για τον πληθωρισμό, οφείλονται σε συγκεκριμένες αιτίες, σε πρώτο πλάνο πρέπει να είναι η άμεση και όχι η έμμεση αντιμετώπισή τους.
Δηλαδή, οι εμπνευστές των αυξήσεων των επιτοκίων περιμένουν ότι ο κόσμος θα περιορίσει τις αγορές σε βασικά είδη διατροφής και θα πέσουν οι τιμές; Δύσκολο έως ανέφικτο.
Αντιθέτως, οι καταναλωτές θα περιορίσουν τις δαπάνες για άλλα αγαθά και υπηρεσίες που δεν ευθύνονται για το πληθωριστικό μπουμ και οι τιμές των τροφίμων θα παραμείνουν στο ύψος τους.
Το δυσάρεστο είναι πως δεν διαφαίνεται αλλαγή πολιτικής στον ορίζοντα και η επιβεβαίωση της «προφητείας» της Moody’s έχει χαμηλή… στοιχηματική απόδοση