Στη «Γιορτή της ελιάς» που πραγματοποιείται τέτοια εποχή κάθε χρόνο στις Ροβιές, στη βόρεια Εύβοια, ρώτησα έναν ελαιοπαραγωγό πόσο πουλά τον τενεκέ το ελαιόλαδο: «Εκατό ευρώ και τρέξε να προλάβεις, γιατί το φθινόπωρο θα κοστίζει 170 ευρώ», απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Δηλαδή, 10 ευρώ το λίτρο, σε απλά μαθηματικά.
Η παραγωγή ελαιόλαδου έχει μειωθεί σε όλη τη Νότια Ευρώπη λόγω των ακραίων κυμάτων καύσωνα και της ξηρασίας, εκτινάσσοντας τις τιμές στα ύψη. Με τα θερμόμετρα να δείχνουν 40άρια για μεγάλο διάστημα, οι παραγωγοί βλέπουν ήδη τους καρπούς των δέντρων τους να πέφτουν στο έδαφος.
Και οι μικροπαραγωγοί έχουν δυστυχώς τις περισσότερες πιθανότητες να χρεοκοπήσουν.
Αλλά και για τα περισσότερα νοικοκυριά τελειώνει πλέον η εποχή που αγόραζαν ελαιόλαδο με τον τενεκέ.
Ο κόσμος θα πηγαίνει εβδομάδα με την εβδομάδα στα σούπερ μάρκετ για λάδι με το λίτρο.
Ο αχαλίνωτος πληθωρισμός των τροφίμων και η αύξηση των τιμών των λιπασμάτων συμβάλλουν επίσης στην εκτίναξη των τιμών. «Κάποιοι λένε ότι η κυβέρνηση πρέπει να παρέμβει για να βάλει πλαφόν στην τιμή του ελαιόλαδου, αλλά δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να το κάνει», λένε στη «Ναυτεμπορική» ελαιοπαραγωγοί της Βόρειας Εύβοιας.
Η χώρα μας είναι επίσης φημισμένη για το λάδι της, έχοντας κατακτήσει περίοπτη θέση στις εξαγωγές ελαιόλαδου.
Η μειωμένη παραγωγή δημιουργεί όμως ένα τεράστιο δίλημμα:
Από τη μία, δεν πρέπει να χαθούν οι διεθνείς αγορές, αλλά, από την άλλη, η έλλειψη για την εσωτερική κατανάλωση θα απογειώνει τις τιμές.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Άμεσα χρειάζονται γενναίες χρηματοδοτήσεις από το αγροτικό ταμείο της Ε.Ε. για την ενίσχυση και επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας στις χώρες του Νότου. Αλλά και σοβαρή άμυνα και μέτρα απέναντι στην κλιματική κρίση. Για να μη λέμε μόνιμα πλέον και «το λάδι, λαδάκι».