Τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το δημόσιο χρέος αποτελούν δημοσιονομικό καμπανάκι, καθώς καταγράφουν αισθητή αύξηση το πρώτο εξάμηνο του 2023.
Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος της χώρας προσεγγίζει τα 405 δισ. ευρώ και παρότι πρόκειται για το χρέος κεντρικής διοίκησης και όχι για το χρέος γενικής κυβέρνησης, που «μετράει» και αποτελεί τον δείκτη παρακολούθησης των χωρών, σίγουρα δεν είναι μια ευχάριστη εξέλιξη.
Υπερβαίνει ήδη από το πρώτο εξάμηνο του 2023 κατά 9,66 δισ. ευρώ τον στόχο του υπουργείου Οικονομικών για το σύνολο του έτους.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε να μας θυμίσει ότι το βασικό πρόβλημα της οικονομίας μας είναι το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο, άλλωστε, το 2010 μας οδήγησε στη μακρά μνημονιακή περιπέτεια.
Και παραμένει πρόβλημα, αφού -παρά το PSI του 2012- είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ και ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο.
Ωστόσο, επειδή του 60% του χρέους προέρχεται από δάνεια του μηχανισμού στήριξης και με τα μέτρα ελάφρυνσης του 2018 επιμηκύνθηκαν οι λήξεις και μειώθηκαν τα επιτόκια, το χρέος μας είναι διαχειρίσιμο.
Δεν σημαίνει, όμως, ότι θα πρέπει να αυξάνεται με τους ρυθμούς αυτούς, καθώς ο νέος δανεισμός γίνεται πλέον από τις αγορές με υψηλότερα επιτόκια σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον.
Συγχρόνως, από το 2024 επανέρχεται ο κορσές των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, είτε είναι οι παλαιοί, είτε οι νέοι, εφόσον καταφέρουν και συμφωνήσουν οι εταίροι.
Το νέο Σύμφωνο θα χωρίζει τις χώρες σε τρεις κατηγορίες. Σε εκείνες με χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ, σε εκείνες με χρέος πέριξ του 60% του ΑΕΠ και στις χώρες με υπερβολικά υψηλό χρέος.
Το κακό για τη χώρα μας είναι ότι βρίσκεται στην τρίτη κατηγορία, με χρέος σχεδόν τριπλάσιο του πήχη που θέτει το Σύμφωνο και θα υποχρεωθεί να το μειώνει σταθερά κάθε χρόνο. Η μείωση του χρέους γίνεται βασικά με πρωτογενή πλεονάσματα και υψηλή ανάπτυξη. Επειδή η δεύτερη εκδοχή δεν είναι τόσο βέβαιη, θα υποχρεωθούμε στην πρώτη.