«Μύκονος/Μυκήναι/μύκητες/τρεις/λέξεις/όμως/δυο/μόνο/φτερά». Είναι η αρχή του ποιήματος «Γυψ και φρουρά» του Νίκου Εγγονόπουλου. Λίγα ξέρω για τα υπερρεαλιστικά, μα μπορώ να αντιληφθώ ότι από την εκφορά της πρώτης λέξης μοιάζει να προκύπτουν αυτόματα οι επόμενες δύο, χωρίς άλλη φανερή συνάφεια.
Δεν ξέρω για φτερά, αλλά στη Μύκονο σε πιάνει από το λαιμό πάλι η αποφορά. Διαρροή λυμάτων σημειώθηκε ξανά στο παλιό λιμάνι της νήσου. Κάτοικοι και τουρίστες αναγκάστηκαν να φύγουν από τα εστιατόρια και τα καφέ, γιατί δεν άντεχαν την ευωδιά του τουριστικού παραδείσου. Προ 13 ημερών στο ίδιο σημείο η αποχέτευση ξεχύθηκε στο πλακόστρωτο, οι περαστικοί έκαναν χορευτικούς ελιγμούς, τα σάνδαλα και οι σαγιονάρες δεν βοηθούν.
Μύκονος και μύκητες, σχέσεις ανίκητες. Παθογόνα, χωρίς γιατρειά. Ακόμα. Τον Ιούλιο του 2021 κατέρρευσε το δίκτυο αποχέτευσης, «λόγω βλάβης αντλιοστασίων», ο Πλατύς Γιαλός, που έλαμπε λερός, σημάνθηκε με κόκκινη σημαία και κάμποσοι παραθεριστές αναζήτησαν αλλού πανδοχέα.
Μύκονος και μύκητες. Υπερβολική δόμηση, ασυντήρητες υποδομές, που δεν μπορούν να σηκώσουν τα θερινά πλήθη και λήθη. Όταν σκάσει κάτι, δεν πιστεύουν στα μάτια τους και τη μύτη, μα όλα ξεχνιούνται όσο υπάρχει λήψη, όσο θερίζουν παρά. Όλα ξεχνιούνται; Και οι αναθυμιάσεις της διαφθοράς, των αυθαιρεσιών και της τσιμεντοποίησης και των ξεχειλισμένων το καλοκαίρι αποχετεύσεων; Και το όργιο απληστίας σε παραλίες και οικισμούς, και ο ξυλοδαρμός του αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων με τοπική αρμοδιότητα τη Μύκονο; Ο ίδιος δεν ξεχνά. Πέντε μήνες μετά την επίθεση, στο νησί δεν γυρνά. Μόνος καουμπόι, δίχως στήριξη, στα στενά;
Θάβονται πολλά κάτω από μπετά, μα ξεμυτίζουν τα πρώτα σημάδια ύφεσης του βαθμού ικανοποίησης για το προϊόν και τις υπηρεσίες που προσφέρει ο προορισμός. Όσο είναι καιρός, ας γίνει επανασχεδιασμός.