Τα μηνύματα της φετινής τουριστικής σεζόν είναι σαφή και ξεκάθαρα. Για να συνεχιστεί η ανοδική πορεία του τουρισμού και να σπάσουν τα «στοιχειωμένα» ρεκόρ του 2019, απαιτούνται σχέδιο, σοβαρότητα και αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων όταν αυτές ενσκήπτουν.
Το 2019 χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή ήταν η χρονιά πριν ξεσπάσει η πανδημία, που έφερε ανατροπές παντού, και, δεύτερον, είναι η χρονιά-ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό, με ρεκόρ αφίξεων και εισπράξεων. Οι αφίξεις ξένων επισκεπτών είχαν υπερβεί τα 34 εκατομμύρια και οι εισπράξεις είχαν ανέλθει σε 18,2 δισ. ευρώ, επιδόσεις που δεν επαναλήφθηκαν μέχρι και το 2022.
Φέτος τα στοιχεία του επταμήνου δείχνουν ότι οι αφίξεις είναι περισσότερες τόσο σε σχέση με πέρυσι όσο και από την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Προβληματίζει, ωστόσο, η μείωση τον Ιούλιο των αφίξεων σε Ρόδο, Μύκονο και Σαντορίνη, που αποδίδεται σε συγκεκριμένους λόγους.
Ανοδικά φαίνεται να κινούνται και οι εισπράξεις, στην καταμέτρηση των οποίων, ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι φουσκώνουν από την επίδραση του πληθωρισμού. Σε κάθε περίπτωση, απομένουν πέντε μήνες για να κριθεί το στοίχημα.
Όμως, αν μείνουμε και μετράμε απλώς το αν περάσαμε τον πήχη του 2019, ακόμη κι αν πιαστεί ο στόχος, είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή οι επιδόσεις θα πέσουν ξανά κάτω από τον πήχη.
Είναι ευκαιρία να διαμορφώσουμε μια εθνική στρατηγική, που θα ξεκαθαρίσει τι είδους τουρισμό θέλουμε (υψηλού εισοδήματος, μαζικό, θεματικό κ.λπ.), αλλά και πόσους τουρίστες αντέχει κάθε περιοχή.
Συγχρόνως, η διαχείριση κρίσεων σε επιχειρησιακό και επικοινωνιακό επίπεδο, όπως των πυρκαγιών στη Ρόδο, θα πρέπει να είναι πειστική και στο εξωτερικό, όχι μόνο στο εσωτερικό. Ήδη κοστίζει αρκετά στο Νησί των Ιπποτών.
Τέλος, στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, η λογική «να τα αρπάξουμε από τους ξένους πλούσιους» με φουσκωμένες τιμές, πλέον δεν αποδίδει, γιατί τα νέα μεταδίδονται ταχύτατα.
Το μάθημα ήταν σκληρό σε Μύκονο και Σαντορίνη.