Τελικά η ζωή εκδικείται! Η μυωπική δημοσιονομική πολιτική του αλησμόνητου υπουργού οικονομικών Wolfgang Schäuble των μηδενικών ελλειμμάτων και της ανύπαρκτης κρατικής αναπτυξιακής στρατηγικής, φαίνεται ότι δεν έμεινε χωρίς αγρνητικό αποτύπωμα! Η πολιτική της κρατικής αποχής και της ανάθεσης στα trickle down economics να λύσουν τα προβλήματα, μπορεί ενίοτε βραχυπρόθεσμα να αποδίδει, όμως σε καιρούς δύσκολους, όπου η ποικιλότροπη παρέμβαση του κράτους είναι περισσότερο από αναγκαία, χρειάζεται οι φορείς της οικονομικής πολιτικής να αποτινάξουν τις ιδεολογικές τους αγκυλώσεις και να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των καιρών. Όταν όλα αλλάζουν γύρω μας, τότε γίνεται πολύ επίκαιρη η φράση του άλλοτε Καγκελάριου Roman Herzog «Ο κόσμος αλλάζει ταχύτατα, δεν θα περιμένει τη Γερμανία».
Σήμερα, η Γερμανία βρίσκεται μπροστά σε ένα διπλό πρόβλημα! Από τη μια καταγράφει αρνητικούς συγκυριακούς δείκτες και από την άλλη, ακόμη χειρότερα, παρουσιάζει θολές αναπτυξιακές προοπτικές! Η αυτοκινητοβιομηχανία, η ατμομηχανή της οικονομίας σταδιακά συρρικνώνεται. Η παραγωγή αυτοκινήτων το 2022 άγγιξε μετά βίας τα 3,2 εκ οχήματα, πολύ κάτω και από τα 3,7 εκ του 1993, ενώ το μερίδιο των πωλήσεων των γερμανικής προέλευσης οχημάτων στην παγκόσμια αγορά από 11,8% το 1998 έπεσε στο 5,9% το 2020. Η υστέρηση δε στην τεχνολογική μετάβαση στην εποχή των ηλεκτρικών οχημάτων είναι σχεδόν τραγική.
Επιστροφή του «Ευρωπαίου ασθενή»
Η γερμανική οικονομία αδυνατεί να ανακάμψει και να επανέλθει σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, ικανούς να στηρίξουν το ρόλο κλειδί που κατέχει, ως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαικής Ένωσης. Αντίθετα, όλα δείχνουν στασιμότητα και ήπια ύφεση, με αποτέλεσμα να ξυπνούν μνήμες των αρχών του 2000, όταν δικαίως χαρακτηρίστηκε από τον Economist ως “The Sick Man of Europe”. Η κυβέρνηση του Καγκελαρίου Schröder τότε με την “Agenda 2010” προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις, αλλά και επώδυνες δημοσιονομικές προσαρμογές, που αποκατέστησαν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ώστε να επανέλθει σε τροχιά οικονομικής άνθισης μάλιστα με υπέρπλεονάσματα στο ισοζύγιό της τρεχουσών συναλλαγών. Τώρα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά και όλα τα μεγάλα γερμανικά ινστιτούτα μακροοικονομικής μελέτης, προβλέπουν για το 2023, ότι θα καταγραφεί πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, στη μοναδική μάλιστα οικονομία μεταξύ των 20 μεγαλύτερων του κόσμου.
Συγκυριακές αδυναμίες
Οι βασικότερες αιτίες της οικονομικής δυσπραγίας είναι τρεις:
Πρώτον, λιγότερες παραγγελίες από το εξωτερικό. Η εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, αρχικά λόγω του covid-19 , μετά με την έλλειψη ενεργειακών προϊόντων και τις αυξήσεις των τιμών που συνεπάγονταν και τελικά με την έναρξη των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ δυο χωρών με τις οποίες η Γερμανία είχε παραδοσιακά πολύ ισχυρές σχέσεις, δημιούργησαν νέα πρόσθετα προβλήματα πέρα από τα διαρθρωτικά. Άλλωστε το 2022-23 δεν είναι 2008-09, όταν μειώθηκε η ζήτηση γερμανικών προϊόντων από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, η οποία υπερκαλύφθηκε από αυξημένες παραγγελίες των ΗΠΑ και της Κίνας και λύθηκε το πρόβλημα.
Δεύτερον, η αναιμική ιδιωτική κατανάλωση. Όταν ο πληθωρισμός καλπάζει σε πρωτόγνωρα επίπεδα, είναι λογικό οι καταναλωτές, μισθωτοί και συνταξιούχοι, να περιορίζουν τις αγορές τους αφενός λόγω της πτώσης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων τους και αφετέρου, επειδή οι όποιες αυξήσεις κατάφεραν να διασφαλίσουν οι εργατικές ενώσεις τους υπολοίπονται, ως συνήθως, των αυξήσεων του γενικού επιπέδου των τιμών. Για να υπάρξει θετική συνεισφορά της κατανάλωσης στο ΑΕΠ της χώρας θα πρέπει να μειωθούν οι τιμές σε χαμηλότερο ποσοστό από εκείνο των αυξήσεων των μισθών. Αυτά σε ότι αφορά στη βιομηχανία, η οποία ειρήσθω εν παρόδω, συμβάλλει διαχρονικά με 30% στο σχηματισμό του Εθνικού της Εισοδήματος. Μεγάλη πτώση καταγράφεται επίσης και στην οικοδομική δραστηριότητα, η οποία οφείλεται κυρίως στην αύξηση του κόστους παραγωγής.
Τρίτον, η αύξηση των επιτοκίων. Η απότομη και μεγάλη αύξηση των επιτοκίων αναφοράς της ΕΚΤ για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, κάτι που απαιτούσαν επίμονα τα τραπεζικά και ακαδημαϊκά γεράκια της Γερμανίας, αύξησε το κόστος δανεισμού τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις. Αυτό οδήγησε στην αναβολή ή ακύρωση επενδυτικών σχεδίων ή και στην απροθυμία ανάληψης δανείων για αγορά ακινήτων. Συνολικά οι παράγοντες αυτοί επενεργούν συσταλτικά επί της οικονομικής δραστηριότητας και συμβάλλουν στην καθήλωση και εντέλει στην ύφεση της οικονομίας.
Διαρθρωτικές και τεχνολογικές υστερήσεις
Το γεγονός, ότι παρόμοια με τα παραπάνω προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με καλύτερα όμως αποτελέσματα σε ότι αφορά την πορεία της οικονομίας τους, δείχνει αφενός ότι το πρόβλημα για τη Γερμανία είναι βαθύτερο και επίσης ότι δε λύνεται απλά με ένα τονωτικό πακέτο ενίσχυσης της ζήτησης. Διαρθρωτικά προβλήματα χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης, αφού είναι γνωστό ότι σχετίζονται με τη διαχρονική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Η αλήθεια είναι ότι η Γερμανία ακολούθησε όλα τα προηγούμενα χρόνια μια πολιτική αξιοποίησης όλων των πηγών φθηνής ενέργειας και προμήθειας πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων, ώστε στη συνέχεια να τα μετασχηματίζει σε εμπορεύσιμα εξαγώγιμα προιόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Όσο τα πράγματα κυλούσαν χωρίς αναταράξεις, πωλήσεις και κερδοφορία εξασφάλιζαν στη χώρα σημαντικά εισοδήματα και ευημερία στο λαό της. Απουσίαζε όμως κάθε προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών διατηρησιμότητας της ανάπτυξης σε περίπτωση, όπου οι ευνοϊκές συνθήκες παραγωγής ανατραπούν και οι πωλήσεις αρχίζουν να μειώνονται. Τώρα αντιμετωπίζει μια σειρά από προβλήματα, όπως ακριβή ενέργεια, έλλειψη ειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, υψηλή φορολογία, εκτεταμένη γραφειοκρατία και το σπουδαιότερο μεγάλα κενά στις υποδομές της χώρας. Μία τεράστια τρύπα από αναγκαίες δημόσιες επενδύσεις σε δρόμους, γέφυρες, λιμάνια, αεροδρόμια, ενέργεια, σχολεία, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα καθώς και νοσοκομεία, παραμένει ανοικτή για δεκατίες, αφού το δημόσιο αρνείτο να αντλήσει επενδυτικά κεφάλαια ακόμη και όταν οι επενδυτές τα προσέφεραν με ζημιά, δηλαδή με αρνητικό επιτόκιο. Η λατρεία της πολιτικής μηδενικών ελλειμμάτων είχε φαίνεται προτεραιότητα μπροστά από τη θωράκιση της χώρας με τη δημιουργία εξωτερικών οικονομιών, επενδύσεις στην έρευνα και στην παιδεία, αλλά και στους απαιτητικούς τομείς της ψηφιακής και κλιματικής μετάβασης. Όταν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες επενδύουν γι αυτές τις δημόσιες υπηρεσίες κατά μέσο όρο από το 2000 και μετά 3,7% του ΑΕΠ, στη Γερμανία, την πλουσιότερη χώρα, δαπανάται μόνο το 2,1 %. Σε μια εποχή μάλιστα όπου απαιτούνται μαζικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στο πλαίσιο της συνεργασίας όλων των χωρών για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων και τη μετάβαση στη μετά-εποχή.
Χωρίς αμφιβολία, η Γερμανία είναι μια μεγάλη χώρα με ισχυρή βιομηχανική βάση και μια επιτυχημένη διαδρομή στο στίβο της πραγματικής οικονομίας. Ίσως, με μια νέα Ατζέντα 2030 με άλλα χαρακτηριστικά, θα μπορούσε να καλύψει τα κενά και να κρατήσει βηματισμό στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Υπάρχει βέβαια αυτή τη στιγμή θέμα ευνοϊκού τόπου εγκατάστασης των επιχειρήσεων, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν καλύτερους όρους πχ. φθηνότερη ενέργεια, επιχορηγήσεις, φθηνά και απεριόριστα κεφάλαια, αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό καθώς και λειτουργική ευελιξία. Έτσι, ενώ παρατηρείται το φαινόμενο γερμανικές επιχειρήσεις να επενδύουν μαζικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Κίνα, να υλοποιούνται επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε πολύ σημαντικούς τομείς, όπως έιναι η μεγάλη μονάδα παραγωγής ημιαγωγών (Microchips) από την αμερικανική INTEL, κόστους περίπου 30 δις Ευρώ και δημιουργία 3.000 θέσεων εργασίας, στην πόλη Magdeburg της Ανατολικής Γερμανίας. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ξένη άμεση επένδυση στη Γερμανία όλων των εποχών. Αυτό φανερώνει τη μεγάλη σημασία της γερμανικής οικονομίας, η οποία από μόνη της αποτελεί έναν ισχυρό παίκτη, πόσω μάλλον όταν βρίσκεται στη θέση του οδηγού μιας ένωσης χωρών με 450 εκ. κατοίκους.
Όμως, όταν ο Καγκλάριος Scholz διαπιστώνει, ότι ζούμε σήμερα μια “αλλαγή εποχής”, αυτό δε συνάδει με τη διατήρηση ενός οικονομικού μοντέλου, το οποίο έκλεισε τον κύκλο του. Μια χώρα που διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στο διεθνή καταμερισμό εργασίας δε μπορεί να βρίσκεται στη 13η θέση μεταξύ των 27 των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης του δείκτη ψηφιακής προσαρμογής DESI και να μην έχει συμμετοχή στη λίστα με τα 10 καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Προς το παρόν, στην αλλαγή εποχής πρωτοπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Κίνα, η Κορέα καθώς και μια σειρά μικρότερων χωρών, οι οποίες έχουν αντιληφθεί, ότι το μέλλον βρίσκεται στην παραγωγή και εφαρμογή γνώσης, η οποία σταδιακά αντικαθιστά πλήθος παραδοσιακών λειτουργιών σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Η εξέλιξη μεγάλων μοντέλων ανάπτυξης Τεχνητής Νοημοσύνης βρίσκεται κατά 73% στα χέρια των Αμερικανών και κατά 15% σε εκείνα των Κινέζων. Η Γερμανία και συνολικά η Ευρώπη, παρά το ικανό ανθρώπινο δυναμικό της, αδυνατεί να κρατήσει βηματισμό, κυρίως λόγω έλλειψης μεγάλων υπολογιστικών συστημάτων, αποθηκευτικών χώρων και εντέλει διαθέσιμων πόρων. Είναι προφανές, ότι αν η Γερμανία και η Ευρώπη δεν εστιάσουν στις προτεραιότητές τους σε αυτούς τους τομείς, η μετάβαση στη νέα εποχή θα αφορά άλλους και εμείς θα παραμένουμε απλοί παρατηρητές!
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς