Τι ωθεί κάποιον να ενταχθεί σε μια ομάδα με μόνο σκοπό την εξόντωση του «εχθρού»; Η αναζήτηση ομαδικής ταυτότητας; Η κάλυψη κενών, συμπλεγμάτων, ελλειμμάτων και αδυναμιών; Η ανάγκη αναγνώρισης και εξουσίας; Η πλάνη, ο παραλογισμός ή και η απλή ανοησία; Ο χουλιγκανισμός είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, που δεν αναλύεται σε ένα σύντομο σχόλιο 250 λέξεων, ούτε σε αναρτήσεις influencers, που χωρίς θεωρητική βάση (αλλά ούτε και σχέση με το ποδόσφαιρο) παρουσιάζουν ως πανάκεια το «κάν’ το όπως η Θάτσερ» (η οποία βεβαίως δεν έλυσε το πρόβλημα της οπαδικής βίας στη χώρα της).
Στην περίπτωση των Bad Blue Boys εξάλλου δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με φανατικούς, παραβατικούς οπαδούς μιας ομάδας, αλλά με μια κατεξοχήν νεοναζιστική οργάνωση, με ξεκάθαρες αναφορές στην Ουστάσι, γνωστή όχι μόνο για τον φασιστικό λόγο της, αλλά και για τις εγκληματικές πρακτικές της.
Πώς προετοιμάζεσαι λοιπόν όταν έχεις εκ των προτέρων επίσημη ενημέρωση πως έως και 200 μέλη μιας τέτοιας ομάδας ετοιμάζονται για «επίσκεψη»; Και πώς απαντάς όταν βλέπεις τη φάλαγγα των οπλισμένων και έτοιμων να σκοτώσουν φασιστών να διασχίζει ανενόχλητη το 1/3 της χώρας; Η επιλογή της «διακριτικής παρακολούθησης», η παντελής αδράνεια του μηχανισμού και η δολοφονία ενός νέου ανθρώπου, που όπως ακούσαμε από τα πλέον επίσημα χείλη «χάθηκε αδικαιολόγητα, μην πω τζάμπα», δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά ως αποτέλεσμα επιχειρησιακής ανεπάρκειας.
Είναι μια αποτυχία που εκθέτει τη χώρα, ένα πλήρες ξεγύμνωμα του πολυδιαφημιζόμενου «επιτελικού κράτους», για το οποίο δεν μπορεί παρά να υπάρχουν και πολιτικές ευθύνες. Τις τελευταίες κανείς δεν είχε προς το παρόν την τόλμη να τις αναλάβει. Ίσως οι υπεύθυνοι να είναι τελικά και αυτοί «υπό διακριτική παρακολούθηση».