Ακούω τα κους κους για τα «οικογενειακά» της Fitch με τον Λευκό Οίκο και τη Fed -συμβαίνουν αυτά-, διαβάζω τα αριθμητικά -ομοσπονδιακό έλλειμμα 1,39 τρισ. δολάρια για τους πρώτους εννέα μήνες του τρέχοντος οικονομικού έτους, αυξημένο κατά περίπου 170% σε ετήσια βάση και χρέος άνω των 31 τρισ. δολ.-, όλα «κανονικά».
Οι Δημοκρατικοί με το χρέος δεν έχουν τύχη αγαθή. Επί Ομπάμα έγινε η «ιστορική» υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από την S&P στις 5 Αυγούστου 2011, με τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου να χάνει την αξιολόγηση «ΑΑΑ» για πρώτη φορά ύστερα από 70 χρόνια. Δεν την έχει ανακτήσει έκτοτε. Σκληρή η Standard, δεν κάνει ούτε στην υπερδύναμη αβάντα.
Επί Μπάιντεν η δεύτερη υποβάθμιση, την 1η Αυγούστου 2023, από τη Fitch, τη μικρότερη από τις τρεις (Moody’s, που αποδίδει στις ΗΠΑ την υψηλότερη δυνατή αξιολόγηση, «AAA», από το 1917 αδιαλείπτως, Standard & Poor’s και Fitch). Η αλήθεια είναι ότι είχε προειδοποιήσει από τον Μάιο ότι θα «πυροβολήσει».
Θυμόμαστε τι έγινε με τα προ δωδεκαετίας «πυρά». Ενώ ολόλυζαν οι Ατρείδες για πιθανή αύξηση του κόστους του χρήματος και σοβαρές παρενέργειες στην οικονομία των ΗΠΑ, διαψεύστηκαν. Τα προγράμματα εκτύπωσης χρήματος του επικεφαλής της Fed Μπεν Μπερνάνκι φρόντισαν, ώστε οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων να διατηρηθούν σε επίπεδα χαμηλά. Οι επενδυτές αναζήτησαν καταφύγιο. Εν μέσω της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Όταν καίγονται αλλού, βασιλεύεις κόσμου τρελού.
Σε αυτήν τη συγκυρία, η Ιστορία δεν είναι χρήσιμη όταν μας προτρέπει να επιστρέψουμε στο 2011, ή ακόμα νωρίτερα, αλλά όταν μας θυμίζει ότι «αν δεν είσαι μία εταιρεία ή μια χώρα που κινείσαι στο επίπεδο του junk, οι αξιολογήσεις δεν έχουν σημασία. Ιδίως, όταν μιλάμε για το κρατικό χρέος των ΗΠΑ». Κλασικά βρετανικά, φλεγματικά. Γυρνάει ο νους στα ελληνικά. Από το 2010, όταν η οικονομία έχασε την επενδυτική κατηγορία, ακόμη δεν έχει κερδίσει την αξιοπιστία. Το πέμπτο έτος από τη λήξη του τελευταίου μνημονίου είναι το 2023.