«Είμαστε σε κρίση»: Η Γερμανία φοβάται το τέλος του οικονομικού της θαύματος. Η κατάσταση της γερμανικής βιομηχανίας είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Κάτι που ωθεί τη γερμανική εφημερίδα «Die Welt» να αναρωτηθεί αν ο οικονομικός γίγαντας της Ευρώπης έχει πήλινα πόδια;
«Η ανάπτυξη επηρεάζει τους πάντες εκτός από τη Γερμανία», συνοψίζει η Die Welt τις τελευταίες παγκόσμιες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες μεγάλες βιομηχανικές χώρες, η «ατμομηχανή» της Ευρώπης υποφέρει αυτήν τη στιγμή από μια ασυνήθιστα τεταμένη οικονομική κατάσταση. «Η γερμανική οικονομία και ειδικά η βιομηχανία της βυθίζονται όλο και πιο βαθιά στην ύφεση, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σε άλλες χώρες», θρηνεί η συντηρητική εφημερίδα, η οποία αφιερώνει μια σειρά άρθρων σε αυτό που θεωρεί γερμανική «παρακμή». Ακόμη χειρότερα: Φαίνεται πώς δεν υπάρχει «αποτελεσματική συνταγή για την αντιστροφή της κατάστασης».
Ο Μόριτς Σούλαρικ, Πρόεδρος του Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία, το λέει χωρίς περιστροφές: «Η Γερμανία πρέπει να απαλλαγεί από την αίσθηση ότι είναι ο ισχυρός παράγων στην Ευρώπη, όπως ήταν εδώ και πολύ καιρό, και να αναγνωρίσει ότι είναι πάλι ένας ασθενής άνθρωπος».
Αν δούμε τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για την περίοδο 2020-23, η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 8,7%, η Κίνα κατά 19%, οι ΗΠΑ κατά 6,2%, η Ευρωζώνη κατά 3,2%, ενώ η Γερμανία κατά 0,4%. Το σχέδιο του δημόσιου προϋπολογισμού για το 2024 που παρουσίασε ο υπουργός Οικονομικών Λίντνερ και εγκρίθηκε από την κυβέρνηση, θα έχει επίσης αντίκτυπο πέρα από τα σύνορα της Γερμανίας.
Η ιδέα είναι να μειωθούν οι δαπάνες κατά περισσότερα από 30 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου επτά ποσοστιαίες μονάδες), διατηρώντας τις δαπάνες για την άμυνα, αλλά επηρεάζοντας άλλες, όπως για την εκπαίδευση. Όλα αυτά ενώ η χώρα βρίσκεται σε τεχνική ύφεση.
Οι λόγοι για αυτή την κατάσταση είναι πολλοί, αλλά πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ και τον πληθωρισμό,αλλά και στις συνέπειες της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο που έχει οδηγήσει τη χώρα σε βαθιά αδυναμία. Το ερώτημα είναι επίσης τι επιπτώσεις θα έχει αυτή η δόση γερμανικής λιτότητας στην υπόλοιπη Ευρώπη;
Προφανώς θα υπάρξει μια αρνητική εξωτερικότητα για ολόκληρη την Ευρωζώνη, η οποία θα πρέπει ήδη να αντιμετωπίσει, μεταξύ 2020 και 2023 σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, μια ανάπτυξη περίπου ίση με το ήμισυ αυτής των Ηνωμένων Πολιτειών. Κάθε φορά που η κορυφαία χώρα της ΕΕ επιβάλλει λιτότητα, ουσιαστικά μειώνει το αναπτυξιακό δυναμικό όλων των άλλων.
Ακροδεξιά στροφή
Τα προβλήματα αυτά έχουν την αντανάκλασή τους και στην πολιτική σκηνή: Η Γερμανία δεν είναι πλέον ο πυλώνας της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το AfD, ένα κόμμα που η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Προστασία του Συντάγματος περιέγραψε στην τελευταία ετήσια έκθεση ως «ύποπτο για ακροδεξιό εξτρεμισμό», λαμβάνει περίπου το 20% στις δημοσκοπήσεις. Είναι δεύτερο μετά τους Χριστιανοδημοκράτες στις προτιμήσεις των Γερμανών ψηφοφόρων, αφήνοντας το κυβερνών SPD στην τρίτη θέση και τους συγκυβερνώντες Πράσινους στην τέταρτη.
Το ακροδεξιό AfD εμφανίζεται δηλαδή να έχει σχεδόν διπλασιάσει τις ψήφους του από τις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2021.
Σε ορισμένα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας θα ήταν ήδη το κόμμα με τις περισσότερες ψήφους, αν γίνονταν σήμερα εκλογές.
Στη διάσκεψη του κόμματος στο Μαγδεμβούργο το Σαββατοκύριακο, το AfD παρουσιάστηκε ως ένα απόλυτα εθνικιστικό κόμμα που θέλει να οδηγήσει τη Γερμανία έξω από την Ε.Ε., να καταργήσει το ευρώ και να οικοδομήσει μια «Ευρώπη-φρούριο».
Οι διαμάχες στον κυβερνητικό συνασπισμό SPD, Πρασίνων και του FDP για την οικονομική και ενεργειακή πολιτική δημιούργησαν αναμφίβολα ευνοϊκές συνθήκες για την άνοδο των ακροδεξιών λαϊκιστών. Κάποιες πολιτικές δυνάμεις επαναλαμβάνουν μάλιστα τα συνθήματα των ακροδεξιών λαϊκιστών σε θέματα όπως το προσφυγικό, σπρώχνοντας τους ψηφοφόρους σε αυτούς.
Όταν εξετάζουμε επίσης την πολιτική κατάσταση στη Γερμανία, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πιθανό αντίκτυπο της εκστρατείας του AfD για τον τερματισμό των κυρώσεων και για τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία. Ο Πρόεδρος του Γραφείου Προστασίας του Συντάγματος, Τόμας Χάλντενβαγκ, επανέλαβε μάλιστα πρόσφατα τις προειδοποιήσεις του ότι τμήματα του AfD επηρεάζονται πολύ έντονα από τη Μόσχα.