Skip to main content

Η ισραηλινή εξίσωση

REUTERS/Corinna Kern

Σε ένα περιβάλλον πρωτοφανούς κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης, η ισραηλινή Βουλή αναμένεται να υπερψηφίσει αύριο σε δεύτερη ανάγνωση την αμφιλεγόμενη δικαστική μεταρρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκονται οι εξουσίες καθώς και η θεσμική ανεξαρτησία του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας. Βάσει του νέου πλαισίου, η Βουλή θα μπορεί να επανεισάγει νόμους, οι οποίοι έχουν κριθεί αντισυνταγματικοί από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ η κυβέρνηση θα αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της εννεαμελούς επιτροπής, η οποία διορίζει τον Πρόεδρο και τα μέλη του Δικαστηρίου.

Σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, οι αλλαγές αυτές είναι απαραίτητες προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος του κοινοβουλίου και να ευθυγραμμιστούν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου με τη λαϊκή βούληση. Για την αντιπολίτευση, από την άλλη, η μεταρρύθμιση αλλοιώνει το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος και εξυπηρετεί τις μικροπολιτικές επιδιώξεις του κυβερνητικού συνασπισμού. Ελέγχοντας την ηγεσία του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο Νετανιάχου δύναται να πολιτικοποιήσει την δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα θωρακίζεται απέναντι στις διώξεις για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας, που εκκρεμούν σε βάρος του. Ο περιορισμός των εξουσιών του Δικαστηρίου δίνει επίσης τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να πράττει κατά το δοκούν, όσον αφορά στα ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας, εκπαίδευσης και κοινωνικής πρόνοιας. Αυτή είναι μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρος.

Με δεδομένη τη σύνθεση του κυβερνητικού συνασπισμού -του πλέον συντηρητικού στην ιστορία του Ισραήλ- η εξέλιξη αυτή αναμένεται να δώσει υπέρμετρη επιρροή στην κοινότητα των υπερ-ορθόδοξων Εβραίων, η οποία θα έχει τη δυνατότητα να αποσπά σημαντικές παραχωρήσεις σε θέματα προϋπολογισμού αλλά και να επιβάλλει τη δική της κοινωνική και πολιτιστική ατζέντα. Για τους κοσμικούς ή φιλελεύθερους Ισραηλινούς αυτό αποτελεί ανάθεμα καθότι ενέχει τον κίνδυνο συντηρητικοποίησης της δημόσιας σφαίρας, άλωσης του κράτους από τις θρησκευτικές μειονότητες και δημιουργίας μιας κοινωνίας πολλαπλών ταχυτήτων. Υπό την πίεση των θρησκευτικών κομμάτων, η κυβέρνηση προτίθεται παραδείγματος χάριν, να ενισχύσει τη θρησκευτική παιδεία, να αυξήσει τα επιδόματα και τις φοροαπαλλαγές για τους άεργους υπερ-ορθόδοξους και να επεκτείνει τα δικαιώματα απαλλαγής στράτευσης που διέθεταν.

Με άλλα λόγια, διαφαίνεται ο κίνδυνος ενίσχυσης της παρασιτικής σχέσης που υπάρχει μεταξύ της υπερ-ορθόδοξης κοινότητας και του κράτους σε βάρος των μη ορθόδοξων τμημάτων του πληθυσμού. Τα σοβαρά ζητήματα ισονομίας και ισοπολιτείας, που προκύπτουν ως απόρροια των ανωτέρω, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό και την ένταση της εν εξελίξει κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Ναντάφ Αργαμάν είναι ενδεικτικές του κλίματος που έχει διαμορφωθεί ακόμη και στον σκληρό πυρήνα του κρατικού μηχανισμού. Ο πρώην επικεφαλής της Shin Bet -υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας του Ισραήλ- υποστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι εάν η μεταρρύθμιση προχωρήσει, το Ισραήλ θα απωλέσει το χαρακτήρα της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Πέραν των εσωτερικών αντανακλάσεων, όμως, οι εξελίξεις αυτές αναμένεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Όπως σημείωσε σε πρόσφατη παρέμβασή του ο πρώην διοικητής της Μοσάντ, Εφραίμ Χαλεβί, ο Νετανιάχου «παίζει με τη φωτιά» τόσο στο εσωτερικό μέτωπο όσο και στις αραβο-ισραηλινές σχέσεις, οι οποίες διέρχονταν περίοδο εξομάλυνσης μετά την υπογραφή των Πρωτοκόλλων του Αβραάμ. Η δημιουργία Εθνικής Φρουράς υπό το Υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας, του οποίου προΐσταται ο Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, ηγέτης του ακροδεξιού σιωνιστικού κόμματος ‘Εβραϊκή Δύναμη’, αποτελεί παράγοντα ιδιαίτερης ανησυχίας και έχει θορυβήσει τη διεθνή κοινότητα καθότι προεξοφλεί νέο κύκλο βίας, αν όχι την πλήρη ανάφλεξη του Παλαιστινιακού. Εκουσίως ή ακουσίως ο ισραηλινός πρωθυπουργός φαίνεται να δημιούργησε μια δυσεπίλυτη εξίσωση, από την οποία θα κριθούν πολλά, τόσο για το μέλλον του ίδιου του Ισραήλ, όσο και για την σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής.