Skip to main content

Αναγκαίοι αναπροσανατολισμοί

Η αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο, κατά τους τελευταίους μήνες, έχει καλλιεργήσει ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας σε ότι αφορά την πορεία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Ο Νίκος Δένδιας και ο Γιασάρ Γκιουλέρ συνομολόγησαν την ανάγκη επανέναρξης της διαδικασίας για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, η οποία είχε παγώσει προ διετίας, ενώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται και η εφ’ όλης της ύλης συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της επικείμενης συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους. Η αποκατάσταση απευθείας διαύλων επικοινωνίας και η αποφυγή των προκλήσεων αποτελούν αναντίρρητα βήμα στη σωστή κατεύθυνση. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, είναι εάν το θετικό momentum που διαφαίνεται σήμερα αποτυπώνει ουσιαστικές μετατοπίσεις στην εξωτερική πολιτική της γείτονος.

Οι πολιτικές εξελίξεις στην Άγκυρα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Ο ορισμός του Χακάν Φιντάν, πρώην επικεφαλής της ΜΙΤ, ως υπουργού εξωτερικών καταδεικνύει ότι η στρατηγική της γεωπολιτικής επέκτασης παραμένει βασική ορίζουσα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Έτι σημαντικότερο, όμως, είναι το ίδιο το αποτέλεσμα των πρόσφατων τουρκικών εκλογών. Η ισχυρή επίδοση του συμπολιτευόμενου ακροδεξιού MHP και το απρόσμενα υψηλό ποσοστό του Σινάν Ογάν, στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, αποτυπώνουν μια μακροπερίοδη τάση ενίσχυσης και ριζοσπαστικοποίησης του τουρκικού εθνικισμού. Στην δυναμική αυτή εδράζεται εν πολλοίς και η επανεκλογή του Τούρκου προέδρου. Παρά τις σημαντικές αναταράξεις στο πεδίο της οικονομίας, ο Ερντογάν κατόρθωσε να επικρατήσει της συνασπισμένης αντιπολίτευσης στηριζόμενος σε μια καμπάνια με δύο κύριες αιχμές· την προβολή ισχύος και την αναμόχλευση των εθνικιστικών αντανακλαστικών της εν γένει συντηρητικής σουνιτικής πλειοψηφίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι μάλλον αφελές να προσδοκά κανείς ότι η τουρκική πλευρά θα εγκαταλείψει τον αναθεωρητισμό και τη φιλοδοξία της να αναδειχθεί σε μεγάλη και γεωστρατηγικά αυτόνομη περιφερειακή δύναμη. Η επιμονή με την οποία η Άγκυρα διεκδικεί να μετονομαστούν τα Στενά και να απαλειφθεί από τους χάρτες του ΝΑΤΟ κάθε αναφορά στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι απολύτως ενδεικτική, ως προς αυτό. Δυστυχώς, όμως, τα προβλήματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική δεν σταματούν εκεί. Την τελευταία δεκαετία, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν επενδύσει στα λεγόμενα ‘τριμερή σχήματα συνεργασίας’ με την Κύπρο, την Αίγυπτο και το Ισραήλ ως βασικούς πυλώνες για την ανάσχεση της τουρκικής επιρροής και την εξισορρόπηση του ισοζυγίου ισχύος. Όπως όλα δείχνουν, η στρατηγική αυτή θα δοκιμαστεί σκληρά την ερχόμενη περίοδο.

Κατόπιν μεσολάβησης των χωρών του Κόλπου και με το βλέμμα στραμμένο στη μεσοπρόθεσμη διευθέτηση του Λιβυκού ζητήματος, το Κάιρο κινείται σε τροχιά πλήρους αποκατάστασης των διπλωματικών του σχέσεων με την Άγκυρα. Στις αρχές της εβδομάδος, μάλιστα, οι δύο χώρες αναβάθμισαν την διπλωματική τους εκπροσώπηση σε επίπεδο πρέσβεων, έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια. Αντίστοιχη δυναμική φαίνεται να αναπτύσσεται σταδιακά και στις σχέσεις της Άγκυρας με το Τελ Αβίβ, παρότι ο Βενιαμίν Νετανιάχου θεωρείται πιο επιφυλακτικός απέναντι στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε σχέση με τους προκατόχους του. Από ελληνικής πλευράς, το κύριο πρόβλημα με το Ισραήλ δεν είναι τόσο η εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία, όσο η εσωστρέφεια. Υπό το βάρος μιας οξύτατης πολιτικής κρίσης και της ραγδαίας επιδείνωσης του Παλαιστινιακού, η προσοχή της κυβέρνησης Νετανιάχου θα είναι σταθερά προσανατολισμένη στο εσωτερικό μέτωπο.

Εάν σε αυτά συνυπολογίσει κανείς και την σταδιακή υποχώρηση της άμεσης αμερικανικής εμπλοκής στην ευρύτερη περιοχή, γίνεται αντιληπτό ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική βρίσκεται ενώπιον σημαντικών προκλήσεων. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν και οι αναγκαίοι αναπροσανατολισμοί απαιτούν χρόνο, πόρους και ισχυρή πολιτική βούληση.

Επικοινωνία Δένδια με τον Τούρκο υπ. Άμυνας – Έδωσαν ραντεβού στο Βίλνιους