Με πληθωρισμό 1,8% και τον Δείκτη Τιμών Τροφίμων στο 12,2% είναι ξεκάθαρο ότι κάτι δεν πάει καλά στην αγορά. Πολύ περισσότερο όταν, ενώ ο πληθωρισμός από διψήφιος περιορίστηκε προοδευτικά σε επίπεδα χαμηλότερα των δύο ποσοστιαίων μονάδων, οι τιμές των τροφίμων παρέμειναν… αλμυρές. Οι επιχειρήσεις φαίνεται ότι βρήκαν αφορμή, ή ευκαιρία αν θέλετε, να αυξήσουν τα κέρδη τους σε βάρος των καταναλωτών, που ασφυκτιούν οικονομικά υπό την πίεση της ακρίβειας. Και το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: Ποια μέτρα θα πρέπει να ληφθούν ώστε να μετριαστούν οι ανατιμήσεις;
Όχι μόνο στην Ελλάδα, διότι, για να είμαστε δίκαιοι, το φαινόμενο των ακριβών τροφίμων δεν συναντάται μόνο στην εγχώρια αγορά. Αποτελεί ευρωπαϊκό ζήτημα.
Δεδομένου ότι μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, θα μπορούσε η κυβέρνηση να αρχίσει από τα βασικά, όπως: περισσότεροι και αυστηρότεροι έλεγχοι στην αγορά, ουσιαστικότερη παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, στήριξη του καταναλωτικού κινήματος, καθώς και κοστολογικές μελέτες από το υπουργείο Ανάπτυξης ώστε να καταγραφεί η πραγματική οικονομική επιβάρυνση της αγοράς από τα κόστη των α’ υλών και η αντιστοιχία ή η αναντιστοιχία στις μεταβολές του κόστους, των τιμών, των εσόδων και των κερδών.
Πότε λάβαμε τελευταία φορά γνώση περί κοστολογικών ελέγχων από το υπουργείο Ανάπτυξης και πότε ελέγχθηκε εταιρεία για τη διάθεση προϊόντων με υπερβολικό κέρδος; Πότε ακούσαμε τελευταία φορά τους καταναλωτές να διαμαρτύρονται συλλογικά και πότε επιβλήθηκαν της αγοράς;
Μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες του καταναλωτικού κινήματος καταγράφηκε το 2002, με τη μετατροπή της δραχμής σε ευρώ, που σήμανε δυσβάστακτες ανατιμήσεις. Σήμερα, το καταναλωτικό κίνημα δείχνει να βρίσκεται ενώπιον της δεύτερης μεγαλύτερης ήττας του. Οπότε τι απομένει;
Ίσως ήλθε η ώρα της κυβέρνησης να λάβει μέτρα για να προλάβει τα χειρότερα. Τρόποι υπάρχουν, αρκεί οι αρμόδιοι υπουργοί να θελήσουν να δώσουν τέλος στο ζήτημα της ακρίβειας ή έστω να το μετριάσουν.