Ήταν 2016 όταν ο τότε επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξή του στη «Ν» ερωτηθείς για το πότε θα επιστρέψουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην Ελλάδα, απαντούσε: «Θα χρειαστεί πολύς καιρός». Έχουν περάσει 7 χρόνια και η χώρα βρίσκεται σήμερα σταθερά σε αναπτυξιακή τροχιά, σε δημοσιονομική ισορροπία, έχοντας πολιτική σταθερότητα με ξεκάθαρη μεταρρυθμιστική εντολή. Το Χρηματιστήριο καταγράφει διαρκώς νέα ρεκόρ 9ετίας και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα των αντίστοιχων ιταλικών, προεξοφλώντας σε μεγάλο βαθμό μια εξέλιξη που αποτέλεσε ένα από τα βασικά πολιτικά συνθήματα της προηγούμενης τετραετίας και αναμένεται να υλοποιηθεί άμεσα: την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Τα σενάρια για το πότε θα ανακοινωθεί αυτή η απόφαση από τους οίκους αξιολόγησης έχουν γραφτεί και είναι πολλά. Θα είναι προγραμματισμένη ή έκτακτη; Μέσα στο καλοκαίρι ή το φθινόπωρο; Ποιος οίκος θα κάνει την πρώτη κίνηση;
Όπως και να ‘χει, αυτή η απόφαση θα έχει τεράστια επίδραση στη χώρα. Πρώτον, θα σημάνει το τέλος μιας επώδυνης περιόδου για την οικονομία και, δεύτερον, θα ανοίξει τον δρόμο για την επιστροφή στη χώρα κεφαλαίων που χάθηκαν στη διάρκεια των 13 ετών, όταν η οικονομία βρέθηκε στα «αζήτητα», την τεχνική πτώχευση, τη βαθμίδα junk, τα σωσίβια του waiver της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και φυσικά των πακέτων διάσωσης της Ε.Ε. Αυτά τα κεφάλαια, που επενδύουν μόνο σε οικονομίες με επενδυτική βαθμίδα, είναι ικανά να δώσουν μια νέα πνοή στη χώρα, μειώνοντας το κόστος κινδύνου στα κρατικά ομόλογα και στο κόστος δανεισμού τραπεζών και επιχειρήσεων, πριμοδοτώντας τους ρυθμούς ανάπτυξης.
Πρόκειται ίσως για την πιο σημαντική στιγμή για τη χώρα, μετά το οριστικό τέλος που μπήκε στα μνημόνια. Μια στιγμή που θα επαναφέρει την Ελλάδα στην κανονικότητα της υπόλοιπης Ευρωζώνης και θα την ξαναβάλει στο παιχνίδι των μεγάλων επενδυτικών αποφάσεων. Έστω και με μεγάλη καθυστέρηση.