Δεν ήταν λίγα αυτά που μας κόστισε η απλή αναλογική, όπως και τα όσα άλλαξαν μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων.
Καταρχήν όλοι μας ζήσαμε έναν μήνα αδιάφορου προεκλογικού λόγου, δεδομένης της δημόσιας πολιτικής συζήτησης που προηγήθηκε των εκλογών της 21ης Μαΐου.
Κατά δεύτερον, η χώρα βίωσε το ρίσκο της υπηρεσιακής κυβέρνησης, η οποία στάθηκε επάξια στον ρόλο της, ωστόσο εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε τι θα συνέβαινε στο ενδεχόμενο μιας ακραία προκλητικής στάσης από την πλευρά της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας.
Από την πρώτη στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση άλλαξαν και οι δυναμικές των δύο μεγάλων κομμάτων. Η Ν.Δ. έχασε οριακά μέρος της δύναμής της, όπως και έδρες στη Βουλή λόγω της εισόδου συνολικά οκτώ κομμάτων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ είδε να συρρικνώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό το ποσοστό του, σε επίπεδο πλέον που καθιστά την εσωκομματική κρίση βαθύτερη, η οποία μάλιστα επιτείνεται μετά και τη χθεσινή παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα.
Επίσης, ενώ στις πρώτες εκλογές η συμμετοχή των ψηφοφόρων κινήθηκε σε σχετικά ανεκτά επίπεδα, στις δεύτερες η αποχή ξέφυγε, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που λίγο έλειψε να ξεπεράσει και το 50%.
Τέλος, στη δεύτερη εκλογική μάχη οι ακροδεξιοί υποστηρικτές του Κασιδιάρη μπόρεσαν και παρέκαμψαν το απαγορευτικό του νόμου, κερδίζοντας βήμα στη νέα Βουλή. Αυτό ήταν το σοβαρότερο αρνητικό αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου.
Ο ακροδεξιός «βηματισμός» στη Βουλή ακούγεται πλέον βαρύς. Απάντηση στη βάση μιας σειράς πολιτικών και νομικών προϋποθέσεων ίσως δοθεί το αμέσως επόμενο διάστημα, όμως καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Δεξιές και αριστερές παρατάξεις έπρεπε τουλάχιστον για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να επιδείξουν πολιτική διορατικότητα και ωριμότητα και να συμμαχήσουν στο όνομα της Δημοκρατίας.
Το φιτίλι της Χρυσής Αυγής άναψε εκ νέου. Να δούμε τώρα ποιος, πότε και πώς θα το σβήσει.