Η Κριστίν Λαγκάρντ είναι κατηγορηματική: «Το έργο μας δεν έχει τελειώσει ακόμη. Αν δεν υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στις προοπτικές για τον πληθωρισμό, θα συνεχίσουμε να αυξάνουμε τα επιτόκια τον Ιούλιο». Και για να μην υπάρχει καμία παρανόηση, η Πρόεδρος της ΕΚΤ προειδοποίησε ότι «είναι απίθανο στο εγγύς μέλλον η κεντρική τράπεζα να μπορεί να δηλώσει με απόλυτη βεβαιότητα ότι έχει επιτευχθεί η μέγιστη αύξηση των επιτοκίων».
Οι πολιτικοί στις 20 χώρες της Ευρωζώνης αμφισβητούν όμως τον θετικό αντίκτυπο που έχουν οι επιλογές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων απειλεί να βαθύνει την ύφεση και να επιδεινώσει την κατάσταση στους πολίτες.
Το θέμα είναι ότι αυτές οι αντιπληθωριστικές πολιτικές φαίνεται να αποτυγχάνουν να παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο πληθωρισμός των τροφίμων δεν υποχωρεί. Δεν είναι μυστικό επίσης για παράδειγμα, ότι πολλά προϊόντα σε ελληνικά σούπερ μάρκετ είναι πολύ πιο ακριβά από τα ίδια ακριβώς, σε ευρωπαϊκά. Η πολιτική των επιτοκίων είναι αρκετά ασαφής, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο κάνει χαρούμενες τις τράπεζες. Για παράδειγμα, η Morgan Stanley εκτιμά ότι η άνοδος των επιτοκίων αυξάνει τα καθαρά έσοδα των ελληνικών τραπεζών από 6% -10% το 2023.
Η Γκίτα Γκόπιναθ, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, βάζει όμως το δάκτυλο στις πραγματικές πληγές ανόδου του πληθωρισμού, που δεν επουλώνονται με τις συνταγές της ΕΚΤ: το τέλος της παγκοσμιοποίησης και την ενεργειακή μετάβαση.
Το τέλος της παγκοσμιοποίησης παίρνει τη μορφή κυρώσεων και εμπορικών πολέμων. Η ενεργειακή μετάβαση σημαίνει μια κολοσσιαία αντικατάσταση γνωστών τεχνολογιών με λιγότερο γνωστές.
Πρόκειται για δύο πολιτικές επιλογές που έχουν παρουσιαστεί ως ουδέτερες, από οικονομική άποψη, για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Δεν είναι όμως έτσι. Ανεξάρτητα αν είναι ηθικά δίκαιες, αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι πολιτικές αυτές κοστίζουν πολύ. Και το τίμημα αντανακλάται στις εκτοξευόμενες τιμές των προϊόντων.
Να μην ξεχνάμε επίσης ότι οι νομισματικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν μετά την κρίση του 2008, ίσως να βοήθησαν- αναλογικά- περισσότερο τους πλούσιους παρά τους φτωχούς.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν η ΕΚΤ σταματούσε να αυξάνει τα επιτόκια ή προχωρούσε στη μείωσή τους, το «πολιτικό» πρόβλημα της οικογενειακής ευημερίας θα παρέμενε.
Χωρίς αυξήσεις στους μισθούς, χωρίς ουσιαστική ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και τον επαναπατρισμό της παραγωγής, δίχως ανταγωνιστικές τιμές στην ενέργεια, το πρόβλημα του πληθωρισμού δεν θα λυθεί. Οσο και αν επιμένει η Λαγκάρντ και οι ομοτράπεζοί της στην Φρανκφούρτη να σφίγγουν την νομισματική πολιτική.