Πρίν καλά καλά προλάβει να επιστρέψει από το Πεκίνο ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, από μια επίσκεψη που αποσκοπούσε στο να εκτονώσει την ένταση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προέβη σε έναν άκομψο χαρακτηρισμό, αποκαλώντας τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ «δικτάτορα».
Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει άδικο. Η Κίνα έχει μονοκομματικό καθεστώς -κυβερνάται από το κομουνιστικό κόμμα-, έχοντας μια κατ’ επίφαση «λαϊκή δημοκρατία». Ο χαρακτηρισμός που απέδωσε για τον Σι ο Μπάιντεν δεν ήταν ένα ακόμη λεκτικό ατόπημα από αυτά που συνηθίζει τον τελευταίο καιρό ο Αμερικανός πρόεδρος.
Η σινό-αμερικανική αντιπαράθεση οξύνεται, με τον Τζο Μπάιντεν να επιχειρεί να της προσδώσει «ιδεολογικό χαρακτήρα», ως αντιπαράθεση μεταξύ «δημοκρατίας» και «ολοκληρωτισμού». Θυμίζει τη σύγκρουση επί Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στον «ελεύθερο κόσμο» και τον «κομουνιστικό ολοκληρωτισμό».
Τότε αντιπαρατίθεντο όντως δύο διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Στην τωρινή αντιπαράθεση δεν υπάρχει τίποτα το ιδεολογικό. Η Κίνα είναι μια πλήρως αναπτυγμένη πλέον καπιταλιστική οικονομία, φιλοδοξώντας να μετεξελιχθεί από «εργοτάξιο του πλανήτη» σε ενεργό μέτοχο των διεθνών οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων. Επιχειρεί, με άλλα λόγια, να σπάσει το μονοπώλιο της αμερικανικής υπερδύναμης.
Αλλωστε, στο απόγειο της κυριαρχίας του Μάο Τσε Τουνγκ τη δεκαετία του ’70 τίποτα δεν εμπόδιζε την Ουάσιγκτον να συνάψει διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο. Στόχος φυσικά ήταν η Ουάσιγκτον να εκμεταλλευτεί το ρήγμα στις σχέσεις των δύο τότε «σοσιαλιστικών» υπερδυνάμεων, Κίνας και ΕΣΣΔ. Επιπλέον, αν στις διεθνείς σχέσεις ίσχυε το «δημοκρατία=καλή», «απολυταρχία=κακή», θα ήταν μακρύς ο κατάλογος των ηγετών που θα έπρεπε να στηθούν στον… τοίχο, πολλοί μάλιστα δημοκρατικά εκλεγμένοι.
Το μητρώο άλλωστε των ΗΠΑ κάθε άλλο παρά καθαρό είναι. Αρκεί να θυμηθούμε τη χούντα του Πινοσέτ στη Χιλή το 1973 ή τη δική μας δικτατορία των συνταγματαρχών.