Η Aστυπάλαια έχει αύρα από ηλεκτροκίνητο «εναλλακτικό θαύμα», έχει δάση από jacuzzi που ξεφυτρώνουν μαζικά δίπλα στα θυμάρια κι έχει βίλες και δωμάτια που χτυπούν και τα 800 ευρώ τη βραδιά. Δεν έχει λιμάνι (γιατί διαβρώθηκε και βγήκε off μέσα σε μία δεκαπενταετία) και ενίοτε, όταν δεν βρέχει τον χειμώνα, δεν έχει και καθαρό πόσιμο νερό.
Δεν είναι ό,τι χειρότερο εδώ ολόκληρη Μύκονος πίνει νερό από αφαλάτωση και σκέφτεται επιβολή δελτίου για να μη στερέψουν οι πισίνες. Είναι όμως οι δύο όψεις της σκιάς που πέφτει πάνω από τα ρεκόρ του ελληνικού τουρισμού.
Σε Μύκονο, Σαντορίνη και λοιπές «ναυαρχίδες» του αθάνατου ελληνικού καλοκαιριού, η σκιά αυτή συμπυκνώνεται στην υπερεκμετάλλευση και την αρνητική δημοσιότητα, με «ολίγη» από αστρονομικές τιμές. Εξ ου και οι επιχειρηματίες της Μυκόνου ψάχνουν να βρουν πού χάθηκε φέτος περίπου ένα 20% των premium τουριστών τους.
Στις debutants του Αιγαίου, από την Αστυπάλαια και τη Φολέγανδρο έως την Κίμωλο και τη Μήλο, η σκιά πέφτει λίγο διαφορετικά: αναντιστοιχία υποδομών και τουριστικής κίνησης, μη επαγγελματικό τουριστικό προϊόν και «Ελ Ντοράντο» των βραχυχρόνιων μισθώσεων και το τελευταίο ημιυπόγειο έγινε deluxe Airbnb με σφραγίδα «superhostess». Δεν είναι κακή ιδέα επιχειρηματικά, αρκεί να μη χρεώνεις όσο το Ritz-Carlton στο Αμάλφι.
Ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος το περιέγραψε σε άρθρο του στην «Καθημερινή» ως το «τελευταίο ελληνικό καλοκαίρι». Είπε, εν ολίγοις, πως μια χαρά μπορείς να ζήσεις τον (καλοκαιρινό) μύθο σου στην Ελλάδα, αρκεί να μην είσαι Έλληνας.
Ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Ρέτσος, αντέδρασε λέγοντας ότι δεν μπορεί να γίνεται συζήτηση για τον τουρισμό με «μεμψιμοιρία, φοβικά σύνδρομα και λαϊκισμό».
Δίκιο έχει, το «Live your Myth in Greece» είναι πολύ λαμπερό brand για να το πουλήσεις μίζερα. Με μια επισήμανση μόνον: στην εποχή που πετάγεσαι για πλάκα -είτε με λίαρ τζετ είτε με low cost πτήσηαπό τη Μύκονο στο Κάπρι και το Τουλούμ, όλοι, από τους Νεοέλληνες έως τους Άραβες κροίσους, μπορούν να έχουν δικαίωμα στο value for money.