«Μα όταν το λαμπρό φως ανάτειλε του ήλιου,/τη θάλασσα όλη βλέπομε ν’ ανθεί του Αιγαίου/από Αχαιών κορμιά και καραβιών συντρίμμια». («Αγαμέμνονας» του Αισχύλου, στ. 658-660, μετάφραση Ι.Ν. Γρυπάρης)
Πώς γίνεται ο νεκρός να είναι ανθός; Με παίδευε και με μπέρδευε τούτη η εικόνα των θαλασσοπνιγμένων. «Ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς…»
Βλέπουμε καράβια να καταπίνουν ανθρώπους. Βλέπουμε «ν’ ανθεί νεκρούς το Αιγαίο».
Βουίζει το κεφάλι σαν του χειμάρρου τη βουή, που παρασέρνει λέξεις, θεωρίες, αντικρουόμενες αναλύσεις, συζητήσεις, πιο ελαφρές κι από πούπουλο, σάπιες ιδέες πιο βαριές από μολύβι. Για ένα θανάσιμο ταξίδι.
Δεν ξέρω πόσο μετρά ό,τι είδαμε κι ό,τι είδαν οι αρμόδιοι απ’ αυτό που ίσως και να είναι το μεγαλύτερο ναυάγιο στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Δεν ξέρω τι θα μείνει στη μνήμη. Η θολή φωτογραφία με το υπερχειλισμένο σκαρί λίγο πριν τη βύθισή του;
Δεν ξέρω τι θα γίνει με την «έρευνα των πραγματικών γεγονότων και τις πολύπλοκες τεχνικές κρίσεις, ώστε να αναδειχθούν, με την επιβαλλόμενη ακρίβεια και πληρότητα, τα περιστατικά του ναυαγίου και τα δεδομένα έρευνας και διάσωσης».
Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει σε τούτο το μεταναστευτικό καμίνι. Μα, δεν μ’ αφήνει αυτό που δεν είδα. «Μέσα στη σάπια του κοιλιά/ο θάνατος γεννιέται/γυναίκες και μικρά παιδιά/βήματα δίχως χνάρια». Τσαμπιά οι ψυχές στο κατάστρωμα και στ’ αμπάρια.
Σε μια παλιόβαρκα που πλέει χρόνους πολλούς. Σε μια επανάληψη που δεν απογυμνώνει το γεγονός, σε μια εξαντλητική επιστροφή. Στα νερά της Λαμπεντούζα, της Μάλτας, της Λιβύης, του ισπανικού θύλακα Θέουτα της Βόρειας Αφρικής, της Χίου, της Λέσβου, της Λέρου, της Πύλου…
Κουφάρια ανθρώπων σε μια εποχή πεθαμένη, μία ώρα περασμένη, ένα λεπτό που δεν θα ξανάρθει.
Δεν ξέρω τι θα ‘ρθει, μα τρομάζω με της σκοτεινιάς τα βάθη. Φοβάμαι και θρηνώ, όταν εννοήσω το στεγνό, το στενό. Θρηνώ για εμάς.