Σε κάθε προεκλογική διαμάχη, μπορεί να λεχθεί ότι ισχύει η παραλλαγή της κλασσικής ρήσης, σύμφωνα με την οποία τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται επί 30 ημέρες πριν από το άνοιγμα της κάλπης, κατά τη διαχείριση κρίσιμων κοινωνικών προτεραιοτήτων και μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και την αξιολόγηση της εκλογικής ετυμηγορίας (συνήθως με άγνοια ή περιφρόνηση των βασικών κανόνων της οικονομικής δεοντολογίας).
Δεν μπορεί βέβαια να ζητηθεί από το εκλογικό σώμα και τους εκπροσώπους των κομμάτων να έχουν πλήρη γνώση των συνθηκών για την αρμονική σύζευξη του πολιτικού λόγου με τις κοινωνικές προτεραιότητες και τις απαιτήσεις της οικονομικής επιστήμης σε σχέση με τη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων κατά τρόπο, που να μην οδηγεί σε οικονομικά αδιέξοδα. Δεν μπορεί όμως να αμφισβητηθεί και η ανάγκη ενημέρωσης των πολιτών και πολιτικών αναφορικά με την ανάγκη τήρησης των νομοτελειακών κανόνων, που διέπουν την δύσβατη πορεία προς μία αποτελεσματική διακυβέρνηση. Η παρουσίαση των κανόνων αυτών με τρόπο απλό και κατανοητό αποτελεί και το στόχο του παρόντος άρθρου. «Εν αρχή ήν» ο πολιτικός λόγος, υπό τον μανδύα του οποίου κινούνται τόσο η χάραξη του προγράμματος ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, όσο και ο βαθμός τήρησης των άτεγκτων οικονομικών νόμων.
Συμμόρφωση στις επιταγές της οικονομικής επιστήμης
Αυτό γίνεται κατά κανόνα στην πράξη, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε να ισχύει το ακριβώς αντίθετο : η συμμόρφωση και υποταγή του πολιτικού λόγου και της πολιτικής πρακτικής στις επιταγές της οικονομικής επιστήμης. Η παραβίαση των επιταγών αυτών συνιστά «ύβριν», με νομοτελειακό επακόλουθο την «νέμεσιν», όπως μας έδειξε και η πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά τις δεκαετίες του 2000 και του 2010. Ποιες όμως είναι αυτές οι επιλογές, που φαίνεται να αγνοεί ή να υποβαθμίζει ο κάθε προεκλογικός πολιτικός λόγος ;
Πρώτον, η προεκλογική πολιτική ρητορική εμφανίζεται να υποτιμά τον λεγόμενο «εισοδηματικό περιορισμό» ή το κλασικό «οικονομικό πρόβλημα»: οι επιθυμίες του κάθε ψηφοφόρου και του συνόλου τους είναι απεριόριστες σε σχέση με τους διαθέσιμους πόρους (εργασία, κεφάλαιο, τεχνογνωσία) για την ικανοποίησή τους. Η οροφή των πόρων αυτών είναι το μέγεθος του προϊόντος, που μπορούμε να παράγουμε ως έθνος, δηλ. το ΑΕΠ, για το σύνολο των πολιτών και ο κρατικός προϋπολογισμός για την πολιτική εξουσία. Η υπέρβαση των μεγεθών αυτών μπορεί να γίνει μόνο με εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος για την Ελλάδα είναι πλέον απαγορευτικός, δεδομένου ότι ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ είναι ο υψηλότερος στον κόσμο (μετά την Ιαπωνία). Επομένως, ο λόγος αυτός μπορεί να μειωθεί μόνο με αύξηση του ΑΕΠ. Αυτό φυσικά προϋποθέτει αύξηση των επενδύσεων, οι οποίες ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πλην όμως, η ενίσχυση των επενδύσεων απαιτεί τη μετάθεση παραγωγικών πόρων (δηλ χρηματικών κεφαλαίων) από την κατανάλωση (πολίτες) και την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών (προϋπολογισμός) προς τις επενδύσεις. Το δίλημμα όμως αυτό συστηματικά και δολίως αποκρύπτεται από το εκλογικό σώμα.
Δεύτερον, η προεκλογική πολιτική ρητορική εμφανίζεται να αγνοεί τη λειτουργική ταξινόμηση των δημόσιων δαπανών. Σύμφωνα με αυτήν, ο ετήσιος προϋπολογισμός καθορίζει ένα συγκεκριμένο ποσό για κάθε δράση του (υγεία, παιδεία, εθνική άμυνα, έννομη τάξη, δικαιοσύνη, έργα υποδομής, μισθοδοσία δημόσιων υπαλλήλων, κοινωνική ασφάλεια και πρόνοια, κοκ.). Κάθε προεκλογική δέσμευση για μετάθεση δημόσιων δαπανών από τη μία δράση στην άλλη απαιτεί εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της πιθανολογούμενης βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου του λαού. Ποιο είναι π.χ. το κοινωνικό κόστος της μεταφοράς του Χ ποσού από την εθνική άμυνα ή την δικαιοσύνη σε σχέση με το κοινωνικό όφελος, που προσδοκάται από την αντίστοιχη αύξηση των δαπανών για την υγεία; Αν η πρόσθετη δαπάνη για την υγεία χρηματοδοτηθεί με πρόσθετα φορολογικά έσοδα ή με νέο δανεισμό (δηλ. με αυξημένη φορολογία επί των μελλοντικών γενεών), απαιτείται μια εξελιγμένη διαδικασία ανάλυσης κόστους – οφέλους, που ξεφεύγει από το γνωστικό αντικείμενο των πολιτικών.
Τρίτον, η συνήθης απάντηση των πολιτικών στην παραπάνω επιχειρηματολογία είναι ότι τα πάντα αποτελούν θέμα πολιτικών επιλογών, με την επικουρική (αλλά όχι αναγκαία) συνδρομή της οικονομικής επιστήμης. Λάθος! Ισχύει το ακριβώς αντίθετο: Οι άνθρωποι (περιλαμβανομένων των πολιτικών) είναι ατελείς και διαπράττουν λάθη, ενώ οι οικονομικοί νόμοι είναι ορθολογικά διαρθρωμένοι και αυστηροί, έως εκδικητικοί. Υπάρχουν δύο επιλογές οικονομικής πολιτικής, που είναι διαθέσιμες σε όλους τους ασχολούμενους με την πολιτική. Ο στόχος της αναδιανομής του εισοδήματος (equity) και ο στόχος της οικονομικής ανάπτυξης (growth-efficiency). Εναλλακτικά, υπάρχει και ένα προσεκτικά σχεδιασμένο μείγμα αυτών των στόχων. Και όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί υποχρεούνται να κινούνται μέσα στα προδιαγεγραμμένα πλαίσια, που ορίζουν οι εν λόγω στόχοι. Εξού, και η ύπαρξη επί αιώνες δύο κατά βάση κομματικών σχηματισμών : tου σοσιαλιστικού (δίκαιη διανομή του εισοδήματος , με μετάθεση παραγωγικών πόρων από την αποταμίευση-επένδυση των πλουσιότερων ομάδων στην κάλυψη των αναγκών των εισοδηματικά ασθενέστερων, για την αποφυγή κοινωνικών αναταραχών) και του φιλελεύθερου ή συντηρητικού (με μετάθεση παραγωγικών πόρων από την κοινωνική στην αναπτυξιακή πολιτική διότι, χωρίς την διεύρυνση της εθνικής «πίττας» (ΑΕΠ), δεν είναι δυνατή μακροχρόνια η χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων,).
Ποια από τα δύο ανωτέρω κοινωνικο-οικονομικά, πολιτικά συστήματα είναι το καλύτερο ; Και τα δύο, αρκεί να εφαρμόζονται στο σωστό χρόνο και με βάση ορθολογικά σχεδιασμένες δόσεις. Και ο μόνος που το αποφασίζει είναι όχι τα κόμματα, αλλά το εκλογικό σώμα. Αυτό έγινε επιτέλους κατανοητό και στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, δεδομένου ότι η πολιτική-πολιτιστική ωρίμανση ενός λαού απαιτεί χρόνο και θυσίες. Από το 1950 έως το 1980, η χώρα μας ακολούθησε αναπτυξιακή κατά βάση πολιτική, με αποτέλεσμα να αποκτήσει παγκοσμίως εύσημα για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού της. Στην περίοδο 1980-2009, μετέτρεψε (με λίγες εξαιρέσεις) την πολιτική της σε αναδιανεμητική, με αποτέλεσμα να μεταμορφωθεί σε μια καταναλωτική κοινωνία, με δυσθεώρητα ελλείμματα-χρέος και με τελική κατάληξη την χρεοκοπία της. Από το 2010 και μετά, ”αλλάξαμε μυαλά», υπό την δαμόκλεια. αλλά σωτήρια σπάθη των εταίρων-δανειστών μας, αποφεύγοντας την «Αργεντινοποίηση» της οικονομίας μας.
Τέταρτον, η αδυναμία του πολιτικού-προεκλογικού λόγου να απαντήσει πειστικά στα ανωτέρω τρία ερωτήματα-θέματα αναγκάζει τους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων να εστιάζουν την επικοινωνιακή τους τακτική σε ζητήματα ήσσονος σημασίας και ελάχιστου ενδιαφέροντος για τους ψηφοφόρους. Αναφέρουμε ενδεικτικά και περιληπτικά ορισμένα από τα εν λόγω ζητήματα:
(ι) Η προστασία των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού επιτυγχάνεται καλύτερα με την μείωση του ΦΠΑ ή με την αύξηση των επιδομάτων-επιδοτήσεων; Το ερώτημα είναι απλοϊκό έως αφελές και έχει απαντηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Τα δύο αυτά μέτρα είναι ποσοτικώς ισοδύναμα. Αν υψωθούν οι τιμές των τροφίμων έστω κατά 10%, η μείωση του ΦΠΑ κατά 10% θα ενισχύσει την κατανάλωση του νοικοκυριού των € 1.000 κατά € 100 και του νοικοκυριού των € 5.000 κατά € 500, αποκαθιστώντας έτσι την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών στο προ της ύψωσης των τιμών επίπεδο. Αντ’ αυτού, μπορεί το κράτος να εισπράξει το πρόσθετο ποσό των € 600 του ΦΠΑ και να επιδοτήσει το νοικοκυριό των € 1.000 με το ποσό των € 100-600, παραβλέποντας το πλουσιότερο νοικοκυριό. Εύκολα διαφαίνεται ποιος ωφελείται περισσότερο. Σε θεωρητικό επίπεδο, η οικονομική βιβλιογραφία τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης των ευάλωτων ομάδων μέσω των στοχευμένων σε αυτές επιδομάτων, διότι αυτά έχουν συγκεκριμένο και μετρήσιμο κόστος, δεν επιτρέπουν εκροές σε άλλες ομάδες και ανακαλούνται εύκολα μετά την κρίση. Αντίθετα, η μείωση του ΦΠΑ παρέχει όφελος αδιακρίτως σε όλο τον πληθυσμό, συνήθως απορροφάται σε μεγάλο βαθμό από τα διαδοχικά στάδια της παραγωγής και διανομής, η απώλεια των εσόδων δύσκολα μπορεί να αποτιμηθεί και η επαναφορά των συντελεστών μετά την κρίση είναι πολιτικά δύσκολη, ενώ μπορεί να οδηγήσει και σε πληθωρισμό.
(ιι) Η αναδιανομή του εισοδήματος επιτυγχάνεται καλύτερα με την αντιστροφή της αναλογίας των άμεσων προς τους έμμεσους φόρους; Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις προηγμένες Δυτικές κοινωνίες, κυριαρχούν οι έμμεσοι (60% των φορολογικών εσόδων) των αμέσων (40% περίπου). Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι προοδευτικοί άμεσοι φόροι (βασικά επί των μισθωτών-συνταξιούχων) ευνοούν τις φτωχότερες ομάδες, που επιβαρύνονται με χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή. Ταυτόχρονα όμως, θεωρούνται ότι πλήττουν τα κίνητρα για εργασία, αποταμίευση και επένδυση, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η ανάπτυξη. Αυτό επαναφέρει στο προσκήνιο το γνωστό πολιτικό δίλημμα: αναδιανομή (equity) ή ανάπτυξη (efficiency). Ειδικά για την Ελλάδα, το πρόβλημα είναι πρακτικό, δηλ. ταμειακό. Το κατά κεφαλή εισόδημα είναι χαμηλότερο εκείνου των προηγμένων χωρών, η παραοικονομία (25% του ΑΕΠ) και, συνεπώς, η φοροδιαφυγή, είναι από τις υψηλότερες διεθνώς και η φορολογική συνείδηση αρκούντως διαβρωμένη, με σημαντική απώλεια εσόδων από τον φόρο εισοδήματος. Αυτό αναγκάζει την εκάστοτε κυβέρνηση να προσφεύγει σε μεγαλύτερη έκταση στους φόρους επί των συναλλαγών, που είναι συλλεκτικά ευκολότεροι.
(iii) Η αλόγιστη αύξηση των χρηματικών μισθών βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων; Βραχυχρόνια, ναι. Μακροχρόνια, είναι καταστροφική. Αυτό, που δυστυχώς δεν μπορούν ή δεν θέλουν να εννοήσουν το πολιτικό σύστημα και οι διάφοροι φορείς, που κινούνται στον εργασιακό χώρο (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ κλπ.) είναι ότι ο μισθός δεν καθορίζεται με βάση τις διατροφικές ανάγκες του εργαζομένου, αλλά με βάση την αξία της συμμετοχής του στο παραγόμενο εθνικό προϊόν, δηλ. με βάση το οριακό προϊόν της εργασίας του ή το κατά εργάτη προϊόν. Αν π.χ. ο επιχειρηματίας απασχολεί έναν εργάτη, ο οποίος με ωρομίσθιο € 5 παράγει ένα υποκάμισο την ώρα, που διατίθεται στην ανταγωνιστική αγορά με € 6 (περιλαμβανομένου του επιχειρηματικού κέρδους), ο εν λόγω επιχειρηματίας δεν μπορεί να αυξήσει το ωρομίσθιο σε € 6,΄διότι θα κλείσει. Αν το κράτος επιθυμεί, στα πλαίσια της άσκησης αναδιανεμητικής πολιτικής, να βελτιώσει το επίπεδο ευημερίας των εργαζομένων, πρέπει να χρησιμοποιήσει κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού (επιδόματα, κοινωνικές παροχές, ελάχιστο όριο διαβίωσης, κοκ.), αντί να μεταθέτει το βάρος της άσκησης κοινωνικής πολιτικής στον ιδιωτικό τομέα. Η διαφύλαξη της παραγωγικότητας της οικονομίας αποτελεί το κλειδί μιας μακροχρόνια ευημερούσας κοινωνίας, καθότι εργαζόμενοι χωρίς επιχειρήσεις- εργοδότες δεν νοούνται.
(iv) Είναι εποικοδομητική η μανιχαϊστική προσήλωση του προεκλογικού πολιτικού λόγου στην αναδιανεμητική πολιτική; Η εμμονή αυτή στον κοινωνικό ρόλο του κράτους μπορεί να «χαϊδεύει αυτιά» και να προσελκύει ψήφους, αλλά δεν είναι βιώσιμη. Η δημοσιονομική πολιτική έχει τέσσερις στόχους να εκπληρώσει: τη δίκαιη διανομή του εισοδήματος, την σταθεροποίηση της οικονομίας (καταπολέμηση πληθωρισμού-ανεργίας), οικονομική ανάπτυξη και άριστη κατανομή των παραγωγικών πόρων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Η ορθολογικά διαρθρωμένη και αρμονική συμπόρευση αυτών των στόχων αποτελεί την «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας.
Η ανάλυση ‘όμως του θέματος αυτού, ‘όπως και όλων των υπόλοιπων, συναφών θεμάτων, απαιτεί ένα πρόσθετο άρθρο.
*Ομότιμος καθηγητής (Δημόσιας Οικονομικής) Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)