Οι τιμές των τροφίμων εξακολουθούν να αυξάνονται κάθε μήνα με ρυθμό άνω του 10%, την ώρα που ο πληθωρισμός συγκυριακά, λόγω της αποκλιμάκωσης των τιμών των ενεργειακών αγαθών, κινείται κάτω από το 3%.
Όπως αποκαλύπτει σήμερα η «Ν», η αύξηση των τιμών των τροφίμων κοστίζει στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς ένα επιπλέον ποσό άνω των 300 εκατ. ευρώ.
Επειδή, δε, τα τρόφιμα είναι μια (σχεδόν) ανελαστική δαπάνη, καθώς το φαγητό είναι το τελευταίο που θα περιορίσει το νοικοκυριό, όσο πιο χαμηλό είναι το οικογενειακό εισόδημα, η ακρίβεια των τροφίμων απορροφά μεγαλύτερο τμήμα του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις των στελεχών των εταιρειών εισαγωγής, παραγωγής και εμπορίας τροφίμων, οι τιμές δεν προβλέπεται να αποκλιμακωθούν τουλάχιστον έως το τέλος του 2023.
Η… μονιμοποίηση των ανατιμήσεων θα υποχρεώσει την επόμενη κυβέρνηση να λάβει μέτρα στήριξης. Κατά πάσα πιθανότατα θα συνεχιστεί η καταβολή του market pass, με εισοδηματικά κριτήρια, ενώ δεν θα μειωθούν οι συντελεστές του ΦΠΑ (13% – 24%), οι οποίοι είναι από τους υψηλότερους στην Ε.Ε.
Υποστηρίζεται πως αν μειωθεί ο ΦΠΑ θα ευνοηθούν οι πλούσιοι, ενώ είναι προσφορότερη λύση η επιδότηση των φτωχών νοικοκυριών. Δύο παρατηρήσεις.
Πρώτη παρατήρηση: αν ισχύει το αξίωμα αυτό, γιατί τότε ο ΦΠΑ δεν αυξάνεται π.χ. στο 36% που ήταν τη δεκαετία του 1980, για να πληρώσουν ακόμα περισσότερα οι πλούσιοι;
Η δεύτερη αφορά την επιδότηση των φτωχών. Είναι πράγματι φτωχοί όσοι επιδοτούνται; Διότι, όταν οι περισσότεροι δηλώνουν εισοδήματα της τάξης των 5.000 και 10.000 ευρώ και ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας κάνει λόγο για ετήσια φοροδιαφυγή 60 δισ. ευρώ, γεννώνται ισχυρές αμφιβολίες για την ειλικρίνεια των φορολογικών τους δηλώσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, η αντιμετώπιση της ακρίβειας των τροφίμων απαιτεί άλλη προσέγγιση και επειδή δεν θα υπάρχει η πίεση για παροχές που δημιουργεί η προεκλογική περίοδος, ελπίζουμε ότι θα είναι ρεαλιστική.