Χωρίς να αποτελεί ζήτημα εμφανώς πολιτικό, η είδηση του θανάτου του γνωστού αθλητικογράφου Γιώργου Γεωργίου αποτέλεσε αφορμή για να τεθεί ξανά ένα από τα πιο πολυσυζητημένα ζητήματα σήμερα: η σχέση μεταξύ της ρύθμισης του δημόσιου λόγου στο παρόν και της πρόσληψης του παρελθόντος, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το πώς μιλάμε για αυτό αλλά ακόμα και το αν θα πρέπει να εξαλειφθούν εντελώς αναφορές σε διάφορες πτυχές του.
Οι αναγνώστες (κυρίως άντρες) που είναι περί τα 40 όπως εγώ καταλαβαίνουν πιθανότατα τι σχέση έχει αυτό με τον Γεωργίου. Με το που έγινε γνωστός ο θάνατός του, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλημμύρισαν από αναφορές σχεδόν σε προσωπικό τόνο από χιλιάδες φίλους της εκπομπής του. Όλοι εμείς για τους οποίους η μεγάλη επιτυχία του Καφενείου των Φιλάθλων (ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού) στην δεκαετία του ’90 και τις αρχές του 2000 συνέπεσε με τα μαθητικά και φοιτητικά μας χρόνια δεν μπορεί παρά να νιώσαμε την απώλεια ενός προσώπου οικείου. Το μεταμεσονύχτιο Καφενείο δημιουργούσε ατάκες και θέματα συζήτησης την επόμενη μέρα στα σχολεία και τις παρέες, ακόμα και μεταξύ μη-ποδοσφαιρόφιλων. Με την εκπομπή του Γεωργίου περάσαμε πανελλήνιες και εξεταστικές, κυριολεκτικά ενηλικιωθήκαμε μαζί του.
Ταυτόχρονα όμως, δόθηκε αφορμή σε πολύ κόσμο να ξαναθυμηθεί και την ακρότητα και τοξικότητα του λόγου του Γεωργίου, στον μισογυνισμό, τον ρατσισμό κάθε είδους (φυλετικό, αντισημιτικό) και ιδιαίτερα την ομοφοβία του. Ο Γεωργίου απέφευγε τις πολιτικές συζητήσεις στην εκπομπή του, αν όμως αυτή είχε πολιτικό πρόσημο, αυτό θα τοποθετείτο με σημερινούς όρους στο «συνωμοσιολογικό» και «λαϊκιστικό» τόξο.
Αυτή η αντιπαράθεση για την πρόσληψη του Καφενείου των Φιλάθλων σήμερα είναι ένα μικρό νεοελληνικό παράδειγμα μιας πολύ μεγαλύτερης συζήτησης που γίνεται στις δυτικές χώρες, ιδιαίτερα τις ΗΠΑ και την Μεγάλη Βρετανία, και η οποία φθάνει σιγά-σιγά και στην Ελλάδα. Και αφορά το ερώτημα πώς και αν θα πρέπει να μιλάμε για προσωπικότητες, φαινόμενα και πολιτιστικά προϊόντα του παρελθόντος που δεν συμφωνούν με σημερινά πρότυπα ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και συμπεριληπτικότητας – το σύμπλεγμα εκείνο δημόσιου λόγου και πρακτικών που πολλοί αποκαλούν, σκωπτικά ίσως, «πολιτική ορθότητα».
Οι υπέρμαχοι αυτής της νέας προοδευτικής ιδεολογίας θεωρούν ότι η διαιώνιση αρνητικών στερεοτύπων υπονομεύει την προσπάθεια ξεπεράσματος των αδικιών σε βάρος κάθε είδους μειονοτήτων. Η γλώσσα είναι ισχύς, και στον βαθμό που η τοξική γλώσσα του παρελθόντος διατηρείται ή δεν γίνεται αντικείμενο κριτικής, και η υπόθεση της ισότητας θα πηγαίνει πίσω. Το Καφενείο των Φιλάθλων είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα ενός τέτοιου λόγου του παρελθόντος που θα πρέπει να αποδομηθεί σήμερα. Ένα άλλο θα ήταν π.χ. οι ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60, οι οποίες προβάλλονται ακόμα από την τηλεόραση παρά το ότι αναπαράγουν (και άρα, θα πουν οι επικριτές τους, διαιωνίζουν) ξεπερασμένες αντιλήψεις για διάφορα ζητήματα, ιδιαίτερα τον ρόλο και την θέση των γυναικών.
Εκ των υστέρων κριτική σε ανθρώπους, στάσεις άλλων εποχών
Μια άλλη άποψη, στην οποία ο γράφων οφείλει να ομολογήσει ότι βρίσκεται εγγύτερα, λέει αντίθετα ότι η εκ των υστέρων κριτική σε ανθρώπους και στάσεις άλλων εποχών συντελεί σε μια αέναη ενδοσκόπηση η οποία περισσότερο προσφέρεται για διαδικτυακούς καβγάδες παρά για πραγματικό εκσυγχρονισμό αντιλήψεων που δεν θα διαχωρίζει τον κόσμο σε στρατόπεδα. Και κάποιος θα μπορούσε να πει ότι, για μια ιδεολογία θεωρητικά προοδευτική, αυτή η νέα πολιτική ορθότητα παρουσιάζει μια ανεξήγητη εμμονή με το χθες, σαν το όραμα για την αυριανή κοινωνία που κομίζει να μην μπορεί να σταθεί από μόνο του ως μια θετική πρόταση, αλλά να πρέπει μονίμως να αντιπαρατίθεται προς ένα αποκρουστικό παρελθόν.
Στις ΗΠΑ αποτελεί για παράδειγμα ένα πολύ χαρακτηριστικό μοτίβο της πρόσφατης καλλιτεχνικής παραγωγής η αναπαράσταση του 20ου αιώνα μέσα από το φίλτρο του ρατσισμού, της ομοφοβίας και του μισογυνισμού που θεωρείται ότι επικρατούσε τότε. Η «δεκαετία του ‘50» ιδιαίτερα έχει γίνει συνώνυμο τέτοιων αντιλήψεων. Το περίεργο με αυτήν την αντίληψη βέβαια είναι ότι με αυτόν τον τρόπο καταδικάζεται συλλήβδην μια εποχή που μέχρι πρόσφατα είχαμε μάθει να την θεωρούμε την χρυσή περίοδο της ανόδου του βιωτικού επίπεδου και της οικονομικής προόδου του συνόλου των δυτικών κοινωνιών, της μεσαίας όσο και της εργατικής τάξης, όπως έχουν δείξει και αριστεροί οικονομολόγοι όπως ο Πικετί.
Όπως έχει δείξει ο πολιτικός επιστήμονας Ρόμπερτ Πάτναμ για την περίπτωση των ΗΠΑ, είναι ακριβώς στην περίοδο αυτή, μέχρι περίπου το 1960, όπου η ραγδαία οικονομική πρόοδος ωφέλησε κατεξοχήν τις ομάδες που μέχρι τότε ήταν περιθωριοποιημένες: τις γυναίκες και τους Αφροαμερικανούς. Σε εκείνα τα χρόνια κρίσιμοι δείκτες όπως ο βαθμός εκπαίδευσης, το προσδόκιμο ζωής και η μαζική αυτο-οργάνωση βελτιώθηκαν ραγδαία για αυτούς που σήμερα θεωρούμε ότι ήταν «περιθωριοποιημένοι» τότε, οδηγώντας έτσι στα μεγάλα κινήματα των πολιτικών δικαιωμάτων και του φεμινισμού στην δεκαετία του ‘60.
Μπορεί πράγματι οι αντιλήψεις και ο δημόσιος λόγος τότε να μην ανταποκρίνονταν σε σημερινά κριτήρια προοδευτικότητας, στην πράξη όμως το μεταπολεμικό δυτικό κράτος πρόνοιας, υπό την ηγεσία δαιμονοποιημένων σήμερα «λευκών ανδρών» και θεωρούμενων «αρτηριοσκληρωτικών» μαζικών σοσιαλδημοκρατικών και συντηρητικών κομμάτων, έκανε πολλά περισσότερα για την ισότητα από ό,τι σήμερα η αέναη διαμάχη γύρω από την γλώσσα και τις λέξεις, λέει ο Πάτναμ. Και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η υποχώρηση αυτών των κατακτήσεων οικονομικής και υλικής ισότητας ξεκινάει από την δεκαετία του ’70, όταν οι νέες αντιλήψεις πολιτιστικής ισότητας δημιουργούν μια εναλλακτική υπόσχεση προοδευτικότητας, μέσα σε ένα πλαίσιο όμως που χαρακτηρίζεται από την διαρκή φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, την διάρρηξη μαζικών ταυτίσεων όπως η τάξη και η θρησκεία που λειτουργούσαν ως πολιτικά αντίβαρα προς την αγορά, και την εκτόξευση της ανισότητας στις δυτικές κοινωνίες.
Το cancelling
Η αστυνόμευση του παρελθόντος με βάση όρους του παρόντος αποτελεί όντως μια παράδοξη τακτική για την επίτευξη προοδευτικών στόχων. Στην πιο ακραία της μορφή, καλεί σε κατάργηση («cancelling») θεμελιωδών έργων σκέψης και τέχνης επειδή οι δημιουργοί τους είχαν απόψεις ή έκαναν επιλογές που σήμερα δεν θα θεωρούνταν αποδεκτές. Το παράδοξο συνίσταται στο ότι κάποιοι υπέρμαχοι της πολιτικής ορθότητας στερούν από το ίδιο το κίνημά τους εργαλεία που κανονικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη προοδευτικών σκοπών.
Είναι ειρωνικό ότι πολλοί (συνήθως λευκοί) ακτιβιστές καλούν για παράδειγμα σήμερα σε απόρριψη διανοητών της αρχαίας Ελλάδας, της Ρώμης και του Διαφωτισμού επειδή αυτοί είχαν δούλους ή ρατσιστικές αντιλήψεις, την στιγμή που τα σημαντικότερα κινήματα φυλετικής δικαιοσύνης, από την επανάσταση της Αϊτής το 1790 στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ του 1950-60 και την μάχη κατά του απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική, είχαν σαν βασικό αίτημα όχι την απόρριψη αλλά την διεκδίκηση των δυτικών αυτών αξιών για όλους. Αντίστοιχα παράξενο είναι και ένα κίνημα αποδόμησης του Πάμπλο Πικάσο αυτόν τον καιρό λόγω του μισογυνισμού του – αναρωτιέται κανείς πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία του 20ου αιώνα αν με βάση αυτό το κριτήριο είχε γίνει cancelled ο δημιουργός της Γκερνίκα την δεκαετία του ’30.
Αυτή η διαμάχη γύρω από την ρύθμιση του λόγου και του παρελθόντος εκτείνεται φυσικά και σε πιο καθημερινά πολιτιστικά προϊόντα. Όπως στην Ελλάδα με το Καφενείο των Φιλάθλων και τις ταινίες της δεκαετίας του ’60, στις ΗΠΑ υπάρχει συζήτηση για το αν και πόσο «τοξικές» είναι δημοφιλείς παιδικές και εφηβικές ταινίες της δεκαετίας του ’80 και’90. Στην Βρετανία έγινε θέμα όταν πρόσφατα επανεκδόθηκαν βιβλία του παιδικού συγγραφέα Ρόαλντ Νταλ όπου ολόκληρες παράγραφοι είχαν ξαναγραφτεί από μια «επιτροπή διαφορετικότητας» για να γίνουν πιο σύγχρονα. Η Ντίσνεϊ έχει αποδυθεί σε μια εκστρατεία ριμέικ κλασικών ταινιών της όπως η Μικρή Γοργόνα όπου θα αντανακλώνται οι καινούριες ιδέες ισότητας.
Woke capitalism
Από τα παραπάνω παραδείγματα γίνεται σαφές ότι πλέον η ατζέντα της ισότητας και της πολιτικής ορθότητας έχει ξεφύγει από το επίπεδο του ακτιβισμού και έχει εισέλθει στον χώρο του οικονομικού συστήματος εξουσίας. Τα όρια μεταξύ προώθησης της ισότητας στην δημόσια σφαίρα και της κυνικής αναζήτησης του κέρδους, όπου η ισότητα και η διαφορετικότητα μετατρέπονται σε μάρκετιγκ, γίνονται δυσδιάκριτα. Ο όρος woke capitalism χρησιμοποιείται για να καταδείξει το παράδοξο μια ιδεολογία προόδου και εξισωτισμού, θεωρητικά αριστερή, να χρησιμεύει πλέον στην αναβάπτιση και επανα-νομιμοποίηση του καπιταλισμού και των υλικών ανισοτήτων που αυτός δημιουργεί στο όνομα μια νεφελώδους «αλλαγής» στο πολιτιστικό πεδίο, που ποτέ δεν καθορίζεται με βάση ακριβείς δείκτες και όλο αναβάλλεται για το απώτερο μέλλον.
«Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα» λέει μια από τις πιο γνωστές φράσεις της βρετανικής λογοτεχνίας. Αυτή η φράση προσφέρει ίσως μια λύση για το πώς μπορεί να εξισορροπηθεί ο λόγος του σήμερα με την πρόσληψη του χθες. Όταν επισκεπτόμαστε μια ξένη χώρα το κάνουμε για να εμπλουτίσουμε την γνώση και τις αισθήσεις μας με την κουλτούρα της, μαθαίνοντας παράλληλα για την ιστορία της, ακόμα και για τις δυσάρεστες πτυχές της. Ως περιστασιακοί επισκέπτες όμως δεν επιζητούμε να επιβάλλουμε τις δικές μας απόψεις σε αυτήν την χώρα, αντίθετα προσπαθούμε να καταλάβουμε τις κοινωνικές και ιστορικές διεργασίες που δημιουργούν ξεχωριστά και αντιφατικά πλέγματα συνηθειών, εθίμων, ιδεών διαφορετικά από τα δικά μας. Είναι αυτή η εξερεύνηση των αντιφάσεων που κάνει ένα ταξίδι συναρπαστικό.
Αν το παρελθόν όντως μπορεί να κατανοηθεί ως μια άλλη χώρα, αποτελεί άλλη μια ειρωνεία του θεωρητικά αντι-αποικιακού κινήματος της πολιτικής ορθότητας ότι και αυτό (ως αυθεντικά δυτικό πολιτιστικό δημιούργημα που είναι άλλωστε, όσο και αν δεν θέλει να το παραδεχτεί) λειτουργεί αποικιοκρατικά, όχι στον χώρο αλλά στον χρόνο. «Εισβάλλει» σε κοινωνίες μακρινές και ιδιαίτερες, αυτές του παρελθόντος, επιλέγοντας για αντιπάλους τούς κατεξοχήν ανίσχυρους δρώντες της ιστορίας: τους νεκρούς. Όπως και η αποικιοκρατία στον χώρο, η αποικιοκρατία στον χρόνο αποδομεί ξένες κοινωνίες, τις παρουσιάζει ως οπισθοδρομικές, και καταδικάζει τους εκπροσώπους τους στην άνευ όρων περιθωριοποίηση.
Πιστεύω ότι πρέπει να μπορούμε να συνεχίζουμε να επισκεπτόμαστε την συναρπαστική χώρα που λέγεται «παρελθόν», αν μη τι άλλο γιατί εκεί βρίσκονται τα υλικά με τα οποία οικοδομούμε το μέλλον. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μπορούμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε τις ταινίες της δεκαετίας του ’60 παρά τα σεξιστικά τους στερεότυπα, αν μη τι άλλο γιατί σε αυτές για πρώτη φορά σατιρίστηκε τόσο έντονα ο ρόλος του άνδρα οικογενειάρχη, που παρουσιάζεται στις περισσότερες από αυτές κωμικά ανίσχυρος και πελαγωμένος να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας. Ο σπόρος της σημερινής αμφισβήτησης των έμφυλων ρόλων και στερεοτύπων στην χώρα μας βρίσκεται έτσι, υπό μια έννοια, σε αυτές τις ταινίες.
Και αντίστοιχα, θα συνεχίσω να θυμάμαι με νοσταλγία το Καφενείο των Φιλάθλων, ένα φόρουμ άφιλτρης και αυθεντικής λαϊκής έκφρασης (με τα καλά και τα κακά της), της οποίας αν μη τι άλλο η μοναδικότητα αναδεικνύεται σήμερα ακόμα περισσότερο εν μέσω μιας εκλογικής περιόδου που κυριαρχείται περισσότερο από ποτέ από την τυποποίηση και τον κομφορμισμό.
* Ο Άγγελος Χρυσόγελος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University