Μπορεί να είναι οι πιο βαρετές εκλογές του τελευταίου μισού αιώνα, μπορεί να είναι και ο καταλύτης ολικού μετασχηματισμού της μεταπολιτευτικής τάξης πραγμάτων. Ή, άλλως, μετά τις 25 Ιουνίου τίποτα δεν θα είναι ίδιο στον κοινοβουλευτικό χάρτη, η ψήφος πέραν της Ν.Δ. θα είναι κατακερματισμένη έως και θρυμματισμένη, και το ελληνικό πολιτικό σκηνικό θα έχει μπει σε νέα φάση: σε έναν καχεκτικό δικομματισμό ή στο -κατά Γιάννη Δραγασάκημοντέλο του «ενάμισι κόμματος».
Είτε αυξηθούν κατάτι, είτε μειωθούν αντίστοιχα τα ποσοστά Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, είτε επίσης η Βουλή είναι εξακομματική ή επτακομματική, το μοντέλο αυτό σημαίνει μία και μοναδική πρόταση εξουσίας, την κυβερνητική πρόταση. Ο δικομματισμός θα είναι εξαιρετικά αδύναμος, η πολιτική και κοινοβουλευτική ισχύς του πρώτου κόμματος έναντι του δεύτερου και του τρίτου θα απέχει μακράν -σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της MRB η Ν.Δ. οδεύει σε double score με 161 έδρες έναντι 84 εδρών αθροιστικά του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ και ο δεύτερος πόλος του συστήματος δεν θα συγκροτεί εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Είναι ένα μοντέλο που παραπέμπει στην ιταλική χριστιανοδημοκρατική παντοδυναμία της δεκαετίας του ’80 ή και στην τρέχουσα κυριαρχία Όρμπαν στην Ουγγαρία.
Κατά τον Αλέξη Τσίπρα αποτελεί προϊόν του σχεδίου Μητσοτάκη για κατακερματισμό, και ως εκ τούτου αποδυνάμωση, της αντιδεξιάς ψήφου. Κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο είναι το προϊόν της στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ που… άργησε τέσσερα χρόνια. Ό,τι από τα δύο κι αν ισχύει, είναι ένα πολιτικό μοντέλο που βάζει, ντε φάκτο, σε κύκλο σκληρού αναστοχασμού την Αριστερά και την Κεντροαριστερά. Διότι, πλην των άλλων, προέκυψε και μέσα από την καθαρή και απόλυτη πλέον πλειοψηφία Δεξιάς και Κεντροδεξιάς στο πολιτικό/ιδεολογικό τόξο, με τα ποσοστά της Ν.Δ. και των δεξιότερων αυτής σχημάτων και κομμάτων να συγκεντρώνουν (στις 21 Μαΐου) ποσοστό της τάξης του 52%, για πρώτη φορά μετά το 1974.