Μπορεί η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων, όμως το επίκεντρο του γεωστρατηγικού ανταγωνισμού μετατοπίζεται σταθερά στην ψηφιακή σφαίρα και δη στον έλεγχο των εξελίξεων στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης. Για τους περισσότερους από εμάς, η τελευταία σχετίζεται με εφαρμογές οικιακής χρήσης, όπως οι ψηφιακοί βοηθοί της Google, ή προγράμματα παραγωγής περιεχομένου, όπως τo ChatGPT της αμερικανικής OpenAI. Στην πραγματικότητα, οι εφαρμογές αυτές δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου μιας εν εξελίξει επανάστασης στα συστήματα αυτοματισμού, συλλογής και διαχείρισης πληροφοριών.
Με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης μετασχηματίζονται τάχιστα μια σειρά κλάδοι, όπως τα logistics, οι συγκοινωνίες (βλ. αυτόνομα οχήματα), η τηλεϊατρική και η βιοτεχνολογία. Πραγματοποιούνται, επίσης, άλματα στην τεχνολογία των drone και τα συστήματα κυβερνοασφάλειας· τομείς αιχμής για την σύγχρονη αμυντική βιομηχανία. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ΗΠΑ και Κίνα έχουν επιδοθεί, εσχάτως, σε έναν αγώνα δρόμου για την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στο συγκεκριμένο πεδίο. Αυτό αποτελεί συνάρτηση τριών κύριων παραμέτρων: καινοτομία στην έρευνα, πρόσβαση στον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό και ικανότητα εμπορικής αξιοποίησης της νέας τεχνολογίας.
Η Κίνα διατηρεί, σήμερα, σαφές προβάδισμα στον τομέα της έρευνας, όμως, υστερεί έναντι των ΗΠΑ στις άλλες δύο παραμέτρους· στοιχείο το οποίο η Ουάσιγκτον επιχειρεί να εκμεταλλευτεί στο έπακρο. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Προέδρου Μπάιντεν, ο Λευκός Οίκος απαγόρευσε στις αμερικανικές εταιρείες να εξάγουν στην Κίνα υπερ-υπολογιστές και chip των 14 νανομέτρων, τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης. Κατόρθωσε, επίσης, να επιβάλλει τον de-facto αποκλεισμό των κινεζικών εταιρειών από την ολλανδική και την ιαπωνική αγορά, όπου εδρεύουν κάποιοι από τους μεγαλύτερους προμηθευτές εξοπλισμού για την παραγωγή ημιαγωγών, όπως η ASML και η Nikon. Οι κινήσεις αυτές δεν μπορούν να αντιστρέψουν την πρόοδο της κινεζικής βιομηχανίας, μπορούν όμως να επιβραδύνουν την περαιτέρω ανάπτυξη της σε συγκεκριμένους τομείς, όπως πχ οι εφαρμογές παραγωγής περιεχομένου, το λεγόμενο generative AI.
Η, κατά γενική ομολογία, ανεπιτυχής προσπάθεια της Baidu, της κινεζικής Google, να ανταγωνιστεί το ChatGPT, λανσάροντας το δικό της chatbot, με την ονομασία Ernie Bot, είναι απολύτως ενδεικτική ως προς αυτό. Η δυναμική αυτή δεν είναι φυσικά ούτε καθολική ούτε μη αναστρέψιμη. Μεγάλες κινεζικές εταιρείες, όπως η Huawei, η Alibaba και η Tencent, διεκδικούν με αξιώσεις σημαντικό μερίδιο της διεθνούς αγοράς σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Σύμφωνα μάλιστα με Αυστραλούς ερευνητές, η Κίνα ηγείται σήμερα σε 37 από τις 44 τεχνολογίες αιχμής που εξετάστηκαν, παρά το γεγονός ότι η Silicon Valley εξακολουθεί να απολαμβάνει προνομιακή πρόσβαση σε εξοπλισμό και ανθρώπινο κεφάλαιο (υπολογίζεται ότι περίπου το 56% των Κινέζων επιστημόνων που ειδικεύονται στην τεχνητή νοημοσύνη εργάζονται σήμερα στις ΗΠΑ και όχι στη γενέτειρά τους).
Ο τεχνολογικός και οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο δυνάμεων αντανακλάται φυσικά και στο γεωστρατηγικό επίπεδο. Η Ουάσιγκτον ασκεί ισχυρότατες πιέσεις στην Ε.Ε. τόσο για τον περιορισμό της κινεζικής διείσδυσης στην ευρωπαϊκή αγορά (βλέπε κατασκευή δικτύων 5G από τη Huawei) όσο και για τη μείωση των ευρωπαϊκών επενδύσεων στη Κίνα. Από την πλευρά του, το Πεκίνο επενδύει στο άνοιγμα νέων αγορών, κυρίως στην Αφρική και την Κεντρική Ασία, ενώ παράλληλα σφίγγει τον κλοιό γύρω από την Ταιβάν, η οποία εκτός των άλλων διαθέτει και τη μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής ημιαγωγών στον κόσμο, την TSMC. Όπως σημείωσε σε πρόσφατο άρθρο του ο Έρικ Σμιτ, πρώην διευθύνων σύμβουλος της Google και πρώην επικεφαλής του Συμβουλίου Αμυντικής Καινοτομίας του Πενταγώνου, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός σήμερα εδράζεται στον έλεγχο της καινοτομίας. Αυτό είναι το βασικό πεδίο του νέου ψυχρού πολέμου.