Το κενό είναι ακόμη μεγάλο και αν θέλουμε να ατενίσουμε πιο αισιόδοξοι την πορεία της οικονομίας και της χώρας τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να καλυφθεί. Μιλάμε για το επενδυτικό κενό τής τάξεως ίσως και των 100 δισ. ευρώ -όπως το υπολόγισαν οι ειδικοίπου άφησε πίσω της η πολυετής δημοσιονομική κρίση, η οποία οδήγησε στον «θάνατο» πολλές χιλιάδες επιχειρήσεις και στα όρια της επιβίωσης άλλες τόσες. Προφανώς και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν.
Ωστόσο, χωρίς επενδύσεις για όσες επιχειρήσεις επιβίωσαν την κρίσιμη περίοδο, ή για αυτές που δημιουργήθηκαν, δεν υπάρχει ασφαλές μέλλον σε ένα έντονα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, το οποίο γίνεται ακόμη πιο δυσμενές από τις απρόσμενες κρίσεις, όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος και φαίνεται πως όσοι ασκούν το επιχειρείν το έχουν αντιληφθεί. Προσπαθούν να επενδύσουν και πολλές φορές, ειδικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ελλείψει εξωτερικής χρηματοδότησης, αναζητούν ρευστότητα ακόμη και στον ευρύτερο οικογενειακό τους κύκλο. Σε έναν βαθμό τα καταφέρνουν. Και αυτό αποτυπώθηκε στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του έτους, όπου ιδιαίτερη συμβολή είχε και η αύξηση ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, κατά 8,2% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022.
Πρόκειται για ένα ενθαρρυντικό στοιχείο, το οποίο όμως θα πρέπει να ενισχυθεί το επόμενο διάστημα, διότι ευκαιρίες υπάρχουν αυτή τη στιγμή. Και δεν είναι άλλες από αυτές της χρηματοδότησης.
Μέσω του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης μπορούν να διατεθούν σχεδόν 60 δισ. ευρώ. Φυσικά και δεν είναι εφικτό να κατευθυνθούν όλα για επενδύσεις. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος τους πρέπει να κατευθυνθεί για την κάλυψη του επενδυτικού κενού. Τα προγράμματα «τρέχουν» παράλληλα και χρέος και της επόμενης κυβέρνησης είναι να τα ενεργοποιήσει ταχέως και στον μέγιστο βαθμό. Ώστε να μη μείνει ούτε ένα ευρώ αναξιοποίητο. Διότι οι προθεσμίες δεν είναι απεριόριστες.