Όλοι οι οιωνοί για την πορεία της οικονομίας είναι θετικοί. Η χώρα αναμένει κατά το επόμενο διάστημα την ανάκτηση της επενδυτικής της βαθμίδας, η Morgan Stanley προέβλεπε χθες υπεραποδόσεις για την ελληνική οικονομία, η BofA επιδόσεις υψηλότερες του μέσου επιπέδου των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Goldman Sachs, επίσης χθες, προέβη σε νέα αύξηση των τιμών στόχων των τραπεζών, το ελληνικό χρηματιστήριο πέταξε εκ νέου στα… ουράνια, με τον Γενικό Δείκτη να ενισχύεται κατά 2,2%, οι προβλέψεις της Κομισιόν περί του εγχώριου ΑΕΠ επιμένουν για αύξηση υψηλότερη του 2% φέτος.
Θετικότερες τάσεις για την ελληνική οικονομία δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν και στον βαθμό που έκτακτες διεθνείς συγκυρίες, γεωπολιτικές ή άλλες, δεν θα χαλάσουν το κλίμα στην παγκόσμια οικονομία, η επόμενη μέρα εμπνέει μόνο αισιοδοξία.
Οι επενδυτικές τάσεις προδιαγράφονται ισχυρές, η ανεργία βαίνει μειούμενη, οι εξαγωγές αυξάνονται, το ισοζύγιο πληρωμών βελτιώνεται -έστω πρόσκαιρα-, ζητούμενα βέβαια πάντα θα υπάρχουν για την οικονομία, όπως ο πληθωρισμός, το αυξημένο κόστος του χρήματος, τα μη εξυπηρετούμενα χρέη, ωστόσο όλα δείχνουν να είναι διαχειρίσιμα ως μέτωπα.
Οπότε τι απομένει; Δεν είναι και λίγα αν σκεφθούμε την… περιβόητη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, τη σχετικά περιορισμένη πρόσβαση των ΜμΕ στις πηγές χρήματος, τους χαμηλούς μισθούς, την απουσία ΣΣΕ, την αύξηση των εξαγωγών και σε όγκους, την πάταξη της φοροδιαφυγής, την επιτάχυνση των ρυθμών απόδοσης της δικαιοσύνης, την πλήρη ψηφιοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας…
Σε μία οικονομία που «τρέχει» και αποδίδει τα μέγιστα, υπάρχει και η άλλη όψη, την οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε και ιδιαίτερα οφείλει να μην ξεχάσει η επόμενη κυβέρνηση. Στην αντιμετώπιση των προαναφερόμενων αδυναμιών θα κριθεί, εξάλλου, το έργο της, κυρίως στον χώρο του επιχειρείν.