Ήδη από προχθές η διεθνής κοινότητα έχει απέναντί της τον Ερντογάν ως πρόεδρο της Τουρκίας για τρίτη κατά σειρά πενταετία. Όσο δύσκολο θα είναι για τη Δύση να διαχειριστεί την εξέλιξη αυτή, άλλο τόσο δύσκολο θα είναι και για τον Ερντογάν να αντιμετωπίσει τα πολλά και ιδιαιτέρως σοβαρά προβλήματα, που σε μεγάλο βαθμό προκάλεσε ο ίδιος στο πεδίο της οικονομίας, καθώς και της πολιτικής.
Ο Ερντογάν καλείται, τώρα, πρώτα απ’ όλα, να εξυγιάνει τα μακροοικονομικά της χώρας, όχι με τα Erdoganomics, αλλά με τους όρους που επιβάλλουν οι αγορές.
Σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, φαντάζει από δύσκολο έως ακατόρθωτο να μην εμπλακεί στις σχετικές διεργασίες το ΔΝΤ και μέσω αυτού η Δύση.
Οι περικοπές στις κρατικές δαπάνες δείχνουν επιβεβλημένες, όπως και η υποτίμηση της τουρκικής λίρας και άρα η αύξηση εκ νέου του πληθωρισμού, ενώ πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να βγάλουν από τη δεινή αυτή θέση την Τουρκία οι σημερινοί της σύμμαχοι.
Στα «ευαίσθητα μέτωπα» του Ερντογάν λογίζεται και η τιθάσευση του φανατισμού, εφόσον όντως επιχειρήσει πολιτικό άνοιγμα, έστω και συγκρατημένο, προς τη Δύση.
Η επίτευξη κοινού βηματισμού με τις δυτικές δυνάμεις προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, τον περιορισμό του μεγαλοϊδεατισμού του, όπως και την εγκατάλειψη των σχεδίων του περί «γαλάζιας πατρίδας». Αν ο Τούρκος πρόεδρος επιμείνει στην προεκλογική ρητορική του, οι πόρτες της Ευρώπης, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ θα αρχίσουν σταδιακά να κλείνουν, με τις δυτικές δυνάμεις να αναζητούν ένα plan b, απομονώνοντας πλήρως την Τουρκία.
Σε αυτή την περίπτωση, οι αντιδράσεις του Ερντογάν θα είναι από δυναμικές έως εκρηκτικές, με την Ελλάδα να βρίσκεται κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή κρούσης… οπότε ο νοών νοείτω.