Τα αποτελέσματα των διπλών τουρκικών εκλογών -προεδρικές και βουλευτικές- στις 14 Μαΐου προκάλεσαν μεγάλη έκπληξη διεθνώς. Παρά τις σημαντικές απώλειες που κατέγραψε το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), η Λαϊκή Συμμαχία της οποίας ηγείται ο πρόεδρος Ερντογάν διατήρησε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό οφείλεται τόσο στα υψηλά ποσοστά που κατάφερε να διατηρήσει το συμπολιτευόμενο MHP, του ακροδεξιού Ντεβλέτ Μπαχτσελί, όσο και στην αδυναμία της αντιπολίτευσης να διεισδύσει στα συντηρητικά λαϊκά και μικροαστικά στρώματα της τουρκικής ενδοχώρας.
Η δυναμική αυτή αποτυπώθηκε και στην προεδρική κάλπη. Αψηφώντας όλα τα προγνωστικά, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναδείχθηκε πρώτος με 49,52% έναντι 44,88% του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου· έχασε, δηλαδή, οριακά την απευθείας επανεκλογή του από τον πρώτο γύρο. Τα αποτελέσματα αυτά και η διαφαινόμενη άνετη επικράτηση του Τούρκου πρόεδρου στις επαναληπτικές εκλογές της ερχόμενης Κυριακής -έχει ήδη διασφαλίσει την υποστήριξη του Σινάν Ογάν, του ανεξάρτητου εθνικιστή υποψηφίου, που ήρθε τρίτος με 5,6% στον πρώτο γύρο- καταδεικνύουν το βάθος του Ερντογανισμού, ως πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα.
Η εργαλειοποίηση του κρατικού μηχανισμού, ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος του μηντιακού πεδίου και οι μισθολογικές αυξήσεις που δόθηκαν προεκλογικά έπαιξαν φυσικά σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος. Οι παράμετροι αυτοί, όμως, δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την υψηλή δημοφιλία που διατηρεί ο Τούρκος πρόεδρος παρά τη νομισματική αστάθεια και τον υψηλότατο πληθωρισμό που ροκανίζει τα λαϊκά εισοδήματα την τελευταία διετία. Δεν εξηγούν, επίσης, την εντυπωσιακή συνοχή της εκλογικής του βάσης σε πείσμα των σκανδάλων και της κατακραυγής που προκάλεσε η εμφανής αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να διαχειριστεί τον φονικό σεισμό του Φεβρουαρίου.
Κατά παράφραση, λοιπόν, του γνωστού αφορισμού, η ήττα της αντιπολίτευσης στις 14 Μαΐου καταδεικνύει ότι «δεν είναι η οικονομία ηλίθιε!», είναι η ιδεολογία. Εάν κάτι επικαθόρισε το αποτέλεσμα των εκλογών, αυτό ήταν η ικανότητα του Ερντογάν να εργαλειοποιήσει και να κεφαλαιοποιήσει τη δυναμική του τουρκικού εθνικισμού. Από τη μία, η ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και οι προβολές ισχύος του καθεστώτος στη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική έχουν τονώσει τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό. Από την άλλη, η διαρκής αναμόχλευση του κουρδικού ζητήματος και των δραστηριοτήτων της FETÖ -της τρομοκρατικής οργάνωσης που υποτίθεται ότι ηγείται ο Φετουλάχ Γκιουλέν- δημιουργούν την εικόνα μιας υφέρπουσας κρίσης εθνικής ασφάλειας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερντογάν παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως θεματοφύλακας των εθνικών συμφερόντων (βλέπε «Γαλάζια Πατρίδα») αλλά και ως εγγυητής της σταθερότητας.
Για τον μέσο Τούρκο – βαθιά θρησκευόμενο και πολιτικά συντηρητικό- ο μετριοπαθής ισλαμισμός και το ηγετικό προφίλ του Τούρκου προέδρου αποδεικνύονται θελκτικότερα του παραδοσιακού κοσμικού κεμαλισμού, που εκφράζει ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Η υποψηφιότητα του τελευταίου αμφισβητήθηκε, άλλωστε, έντονα. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστήριξαν ότι εάν ηγούνταν της αντιπολίτευσης ο σαφώς χαρισματικότερος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, τα αποτελέσματα πιθανώς να ήταν διαφορετικά. Στην μεγάλη εικόνα, όμως, είναι σαφές ότι ο ερντογανισμός παραμένει ηγεμονικός.
Η αντιπολίτευση δεν ηττήθηκε λόγω των προσώπων, ηττήθηκε κυρίως διότι δεν είχε συνεκτικό εναλλακτικό αφήγημα. Η Εθνική Συμμαχία, όπως ονομάζεται η κοινή λίστα του κεμαλικού CHP, του κοσμικού εθνικιστικού İYİ Parti και των μικρών προσωποπαγών κομμάτων του Αλί Μπαμπακάν και του Αμχέτ Νταβούτογλου, δεν διέθετε ούτε πολιτική ούτε ιδεολογική συνοχή. Μοναδικό της συνδετικό στοιχείο ήταν η εναντίωση στην επανεκλογή Ερντογάν. Το στοιχείο αυτό συχνά υποτιμάται στην εγχώρια συζήτηση, οδηγώντας άλλοτε σε απλουστεύσεις και άλλοτε σε παρερμηνείες αναφορικά με το βάθος, τη στρατηγική και τη συνέχεια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και εάν ο Κεμάλ Κιλιτσντάργολου επικρατήσει, ως εκ θαύματος, στις εκλογές της Κυριακής δεν προοιωνίζεται καμία ουσιώδης αλλαγή στο μέτωπο των ελληνο-τουρκικών.