Στην πραγματεία του «Η Τέχνη του Πολέμου» ο Σουν Τζου γράφει: «Κάποιος που γνωρίζει τον εχθρό του και γνωρίζει και τον εαυτό του, δεν θα κινδυνεύσει σε εκατό μάχες.
Κάποιος που δεν γνωρίζει τον εχθρό του, αλλά γνωρίζει τον εαυτό του, κάποιες φορές θα είναι νικηφόρος και κάποιες φορές θα γνωρίσει την ήττα.
Κάποιος που δεν γνωρίζει ούτε τον εχθρό του, αλλά ούτε και τον εαυτό του, σίγουρα θα ηττείται σε κάθε μάχη».
Ευτυχώς, στην πολιτική δεν υπάρχουν μάχες. Ευτυχώς, στις εκλογές δεν υπάρχουν εχθροί. Μπορεί να υπάρχει, όμως, ένα «Ιnception», μια νοητική κατασκευή, ένα μακροβούτι σε εικονικό κόσμο. Μπορεί να υπάρχουν και οι φούσκες, που νομίζουν ότι διαμορφώνουν συνειδήσεις με αναρτήσεις. Μπορεί να υπάρχει και υποτίμηση, του αντιπάλου και του πολίτη.
Αρκεί να υπάρχει, βέβαια, σχέδιο. Διαφορετικά, η τακτική της επικοινωνιακής επίθεσης χωρίς στρατηγική είναι ο θόρυβος πριν από τη συντριβή.
Οι «πολύχρωμοι» φάνηκε ότι δεν είχαν ούτε τακτική, ούτε στρατηγική. Αυτός που είναι καλός στην τακτική ξέρει τι πρέπει να κάνει, όταν υπάρχει κάτι να κάνει. Αυτός που είναι καλός στη στρατηγική, ξέρει τι πρέπει να κάνει, όταν δεν υπάρχει τίποτα να κάνει.
Πότε δηλαδή; «Η χρεοκοπία ήλθε πρώτα σταδιακά και μετά ξαφνικά». Ο Χεμινγουέι από πανωλεθρίες ξέρει. Το μαθαίνει και η αξιωματική -ακόμη, το καμπανάκι δυναμώνει- αντιπολίτευση, που συμπεριφερόταν σαν να ήταν μια αντιπαράθεση του καλού με το κακό και τα επιχειρήματά της στηρίζονταν στην πίστη και όχι στα γεγονότα.
Λογικό κι αναμενόμενο, όταν μετατρέπεται η πολιτική σε θρησκεία, κάθε πολιτική απόφαση να γίνεται υπόθεση ζωής ή θανάτου.
Για πρώτη φορά, λοιπόν, στην πολιτική ιστορία της χώρας αντί να φθαρεί μια κυβέρνηση, που ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήριζε συνεχώς ως τη «χειρότερη της Μεταπολίτευσης», καταποντίζεται η αντιπολίτευση.
Ακούω για το κλείσιμο του κύκλου των κρίσεων, το τέλος της τοξικότητας, το τέλος -για νιοστή φορά- της μεταπολίτευσης, το νέο «pasokification», που είναι προφανώς αλλού, το τέλος των ιδεολογικών ταμπού. Δεν γνωρίζω ποια είναι τελειωμένα και πού αρχίζουν τα απαλλαγμένα. Δεν ξέρω αν η κοινωνία αλλάζει, ξέρω, όμως, ότι δεν φωνάζει.