Το φίνις της προεκλογικής περιόδου έπαιξε δυνατά ανάμεσα στον πολιτικό σουρεαλισμό και το μεταπολιτευτικό vintage. Μέσα σε μια νύχτα γυρίσαμε -άνευ λόγου και αιτίας- πίσω στο 2015, κάναμε βουτιά στο ’81 και στα «παιδιά της Αλλαγής», και καταλήξαμε στην… γκλίτσα του τσοπάνη, στον Χαρίλαο Φλωράκη και στο «τι Πλαστήρας, τι Παπάγος».
Δεκάδες ώρες τηλεοπτικού χρόνου αφιερώθηκαν στο φάντασμα των capital controls και του Σόιμπλε, άλλες τόσες πολιτικές εργατοώρες αναλώθηκαν για να μάθουμε σε ποιον ανήκει ο Ανδρέας Παπανδρέου, και εκατομμύρια εγκεφαλικά κύτταρα κάηκαν αναλύοντας τις «Δήμητρες» του Γιάνη Βαρουφάκη και τα τοπικά νομίσματα του Ευκλείδη Τσακαλώτου.
Παραπλεύρως, κόμματα, κομματάρχες και πολιτικοί αρχηγοί βρήκαν άφθονο χρόνο να κάψουν μέχρι τελευταίας πνοής και τη δύναμη της απλής αναλογικής – της μοναδικής ίσως διόδου για πραγματική πολιτική αλλαγή.
Δεν βρήκαν καθόλου χρόνο να συζητήσουν για τα επτά σημεία της επιστολής του Αλέκου Παπαδόπουλου για τον «εξωραϊσμό της δημοσιονομικής κατάστασης» και το «σημαντικό πολιτικό ρίσκο» οικονομικής διαχείρισης την επόμενη μέρα των εκλογών. Δεν βρήκαν επίσης χρόνο ούτε για τις προειδοποιήσεις Σημίτη περί «κερδοσκοπικού οπορτουνισμού» πίσω από το αφήγημα της άνθησης των επενδύσεων, ούτε για την κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ούτε για την ευρωπαϊκή μάχη του φθινοπώρου για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας – πολύ περισσότερο, δε, ούτε για νέο οικονομικό υπόδειγμα και νέο μοντέλο ανάπτυξης.
Πιθανώς δεν το έκαναν διότι ούτε ο Σημίτης, ούτε ο Παπαδόπουλος, ούτε το Ταμείο Ανάκαμψης κάνουν γκελ στους νέους και τους αναποφάσιστους – ίσως είναι πιο vintage και από τον… Παπάγο.
Πιθανώς και γιατί δεν έχουν κάτι νέο να πουν. Όταν δεν μπορείς να χτίσεις νέο όραμα, δανείζεσαι το όραμα του Ανδρέα. Κι όταν το success story που επιδεικνύεις έχει πήλινα πόδια, δανείζεσαι και ανασταίνεις τον εφιάλτη του Σόιμπλε. Για αυλαία μπορείς να κλείσεις την προεκλογική εκστρατεία με Κάρμινα Μπουράνα ή Ρόμπερτ Ουίλιαμς…