Της Όλγας Κεσίδου, υποψήφιας βουλεύτριας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Δυτικού Τομέα Αθήνας, μέλους Δ.Σ. Ιατρικού Συλλόγου Αθήνας, προέδρου της Ένωσης Ελλήνων ΩΡΛ
Ένα νέο κύμα μετανάστευσης, παρόμοιο με αυτό των δεκαετιών 1950-60, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, πυροδοτούμενο από την οικονομική κρίση, την ανεργία και τις αυστηρές πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού χρέους. Όμως, αυτή η σύγχρονη, μαζική και εξελισσόμενη μετανάστευση αφορά κυρίως μορφωμένους νέους, με πανεπιστημιακή εκπαίδευση, μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών και υψηλή εξειδίκευση. Αφορά ερευνητές, ακαδημαϊκούς, ειδικευμένους επαγγελματίες αλλά και φοιτητές.
Από το 2008 μέχρι το 2017, μετανάστευσαν 685.000 επιστήμονες από την Ελλάδα στο εξωτερικό, ηλικίας μεταξύ 25-45 ετών, με αξιοσημείωτο στοιχείο ότι οι μισοί ήταν κάτοχοι διδακτορικού τίτλου σπουδών (Eurostat). Μάλιστα οι περισσότεροι ήταν κάτω των 35 ετών. (Endeavor Greece – 2015). Δηλαδή κατά μ.ο. μετανάστευσαν 76.100 επιστήμονες κατ’ έτος. Μεταξύ 2008 και 2013, σχεδόν 223 χιλιάδες Έλληνες/δες ηλικίας 25-39 ετών, εγκατέλειψαν οριστικά τη χώρα για πιο προηγμένες οικονομίες, αναζητώντας εργασία, καλύτερες αμοιβές και καλύτερες κοινωνικές και οικονομικές προοπτικές. Ο συνολικός αριθμός των αποφοίτων, για παράδειγμα, που ζουν στο εξωτερικό υπολογίζεται σε 114.000 έως 139.000.
Αυτή η εξέλιξη συμπίπτει χρονικά με τη περίοδο 2010-2015, όταν το ΑΕΠ μειώθηκε περισσότερο από ένα τέταρτο, το δημόσιο χρέος έφτασε περισσότερο από το 180% του ΑΕΠ, το 23,2% του πληθυσμού υποχρεώθηκε να ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, αυξήθηκε η φορολόγηση, μειώθηκαν οι μισθοί έως και 40% και καταργήθηκαν κεκτημένα δεκαετιών, όπως τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα αδείας.
Εν συνεχεία, τη περίοδο της πανδημίας κι ενώ αυτή βρισκόταν στη κορύφωση της, με τους περιορισμούς μετακινήσεων και αυστηρές ταξιδιωτικές οδηγίες εν ισχύ, το διάστημα 2020-2021 αναχώρησαν από την Ελλάδα επιπλέον 111.549 πτυχιούχοι, αναζητώντας εργασία σε ξένη χώρα. Υπήρξε δηλαδή μια «διαρροή» επιστημονικού δυναμικού 55.745 ατόμων κατ’ έτος.
Πάνω από 600.000 νέοι επιστήμονες μετανάστευσαν την τελευταία εξαετία (2017-2023) από μια χώρα με πληθυσμό έντεκα εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ως κύριες αιτίες του φαινόμενου brain drain καταγράφονται η ανεργία, οι χαμηλές αμοιβές, η εργασιακή ανασφάλεια, η παραβίαση των χρονικών ορίων εργασίας και η απουσία ελεγκτικών μηχανισμών για την τήρηση τους, η εργασία σε διαφορετικό αντικείμενο από αυτό των σπουδών τους (ετεροαπασχόληση), η απόκλιση εισοδήματος – επιπέδου εκπαίδευσης.
Τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόστηκαν οδήγησαν σε εκτίναξη των ποσοστών ανεργίας, η οποία έφτασε το 27,5% το 2013 και, παρά το γεγονός ότι από το 2015 ξεκίνησε η ανάκαμψη των αρνητικών δεικτών, σήμερα δυστυχώς, μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, το ποσοστό ανεργίας των νέων στην Ελλάδα, τους μήνες Ιούλιο-Σεπτέμβριο του 2022 ήταν 29,4%. Το νούμερο αυτό συνιστά τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, μετά την Ισπανία (29,9%), όταν ο αντίστοιχος μέσος ευρωπαϊκός όρος ήταν 14,9% (OECD – 2023).
Τo δε ποσοστό απασχόλησης του ενεργού πληθυσμού της Ελλάδας είναι ένα από τα πλέον χαμηλά μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. των 27. Το 2021 το ποσοστό απασχόλησης αντιστοιχούσε στο 57,20% και υπολειπόταν σημαντικά από το μέσο όρο σε επίπεδο της Ε.Ε. (68,40% το 2021).
Ας ληφθεί υπ’ όψη πως, σε ό,τι αφορά τους απασχολούμενους σε θέσεις εργασίας που απαιτούν υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων, σε επίπεδο Ευρωζώνης υπάρχει τάση αύξησης του αριθμού τους, η οποία αξιολογείται θετικά, εν μέρει και από την ισχυρή και στατιστικά σημαντική συσχέτιση που υπάρχει ανάμεσα στην ευημερία μιας χώρας και στο μερίδιο των θέσεων εργασίας υψηλών δεξιοτήτων στις χώρες της Ευρωζώνης (R2 : 0,745 p<,01).
Επίσης, σε ό,τι αφορά στην ελληνική περίπτωση, καταγράφεται η έλλειψη αξιοκρατίας και ίσων ευκαιριών στην αγορά εργασίας, αλλά και οι διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και άλλων κοινωνικών ομάδων.
Οι περιορισμένες δαπάνες για την έρευνα, για καινοτόμα προγράμματα, η υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των ερευνητικών ιδρυμάτων, καθώς και μια σειρά από πολιτικές και κοινωνικές παθογένειες, στερούν από τους νέους επιστήμονες το όραμα για ένα αξιοπρεπές εργασιακό και οικογενειακό μέλλον στην Ελλάδα και τους απογοητεύουν αφού, ακόμα και σε υποαπασχόληση με μπλοκάκι, ούτε λόγος γίνεται για δίκαιες και αξιοκρατικές προσλήψεις. Ο νεποτισμός και το ρουσφέτι κυριαρχούν ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα.
Η Ευαγγελία Μαρινάκου κ.ά. (2016) αναφέρουν ως λόγους αποχώρησης από την Ελλάδα την έλλειψη θέσεων εργασίας (68,6%), την έλλειψη ευκαιριών (60%), τους χαμηλούς μισθούς (91,6%), τη διαφθορά και το νεποτισμό (37,1%), άλλα αίτια (45,7%).
Σήμερα, οι νέοι επιστήμονες αντιλαμβάνονται ότι οι κόποι και η επένδυση «ζωής» στην εκπαίδευση και την υψηλή εξειδίκευση δεν αποδίδουν καρπούς, καθώς το παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας δεν τους απορροφά και δεν ευνοεί την εξέλιξη τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, με την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους από τα ελληνικά, δημόσια κατά κύριο λόγο, Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, μεταναστεύουν και συνεισφέρουν στην παραγωγικότητα άλλων οικονομιών, με προφανείς και ολέθριες επιπτώσεις στην χώρα που επένδυσε μεν στις σπουδές τους, άλλα όχι στην αξιοποίηση του ανθρώπινου – επιστημονικού δυναμικού ως το πολυτιμότερο κεφάλαιό της.
Διεθνείς εκθέσεις επισημαίνουν ότι η διαρροή εγκεφάλων της Ελλάδας δημιουργεί, ετησίως, το ισοδύναμο των 12,9 δισεκατομμυρίων ευρώ σε ΑΕΠ και 9,1 δισεκατομμυρίων ευρώ σε φόρους για τις χώρες στις οποίες μετακομίζουν οι Έλληνες, ενώ η ίδια η Ελλάδα ξόδεψε 8 δισεκατομμύρια ευρώ για την εκπαίδευση αυτών των ανθρώπων (Stamouli – 2020).
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στον τομέα της υγείας, τα χρόνια της οικονομικής κρίσης μετανάστευσαν πάνω από 20.000 γιατροί όλων των ειδικοτήτων και εξίσου μεγάλος αριθμός νοσηλευτικού και υγειονομικού προσωπικού. Αυτό το “εξαχθέν” ιατρικό και υγειονομικό προσωπικό, άριστα καταρτισμένο από τα ελληνικά πανεπιστήμια, σήμερα “σώζει” τα συστήματα υγείας χωρών όπως της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Κύπρου, αλλά λείπει από την χώρα μας.
Η «διαρροή» επιστημόνων συνολικά και ειδικότερα ιατρικού προσωπικού:
- Κατά πρώτο λόγο, στερεί από τη χώρα υπερ-αναγκαίο προσωπικό από το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Στερεί από την εθνική οικονομία φορολογικά έσοδα και πολύτιμες ασφαλιστικές εισφορές από τα ασφαλιστικά ταμεία, οι οποίες εκτιμάται ότι αγγίζουν το 1,5 δισ. ευρώ ετησίως.
- Κατά δεύτερο λόγο, επιβαρύνει το δημογραφικό – ασφαλιστικό πρόβλημα, καθώς σήμερα 1,2 εργαζόμενοι συντηρούν ένα συνταξιούχο. Η μετανάστευση νέων και υψηλά καταρτισμένων Ελλήνων παραγωγικής ηλικίας (κάτω των 45 ετών), εκτός από τις δημογραφικές επιπτώσεις έχει και ασφαλιστικό «αποτύπωμα». Ο καθηγητής Σάββας Ρομπόλης αναφέρει ότι η εξαγωγή επιστημόνων συμβάλλει αρνητικά στην άσκηση «σοβαρών πιέσεων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στην αγορά εργασίας και στην αναπτυξιακή διαδικασία, λόγω και της συνδυαστικής επίδρασής της με την γήρανση του πληθυσμού, την μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης».
Αναγνωρίζοντας καταρχήν ότι κάθε είδος μετανάστευσης είναι συνήθως το σύμπτωμα και όχι η αιτία του προβλήματος, οι κυβερνητικές πολιτικές οφείλουν να στοχεύουν στις γενεσιουργές του αιτίες και να δημιουργούν κατάλληλες συνθήκες, ούτως ώστε οι νέοι επιστήμονες να θέλουν να μείνουν στη χώρα: καλύτερες θέσεις εργασίας, αξιοπρεπέστερες συνθήκες, αμοιβές και ασφάλιση, δυνατότητα επιμόρφωσης κι εξέλιξης. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές οφείλουν να στηρίζουν τα δημόσια αγαθά, τις παρεχόμενες δημόσιες υπηρεσίες, την υγεία και την παιδεία, με ίσες ευκαιρίες χωρίς αποκλεισμούς και προσβασιμότητα για όλους.
Για να σταματήσει η εξελισσόμενη μαζική φυγή ειδικευμένου ιατρικού προσωπικού, πρέπει να εφαρμοστούν δημοσιονομικές και ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις, διασφαλίζοντας πλήρως το δικαίωμα των ειδικευμένων Ελλήνων ιατρών να εργάζονται στην πατρίδα τους με κίνητρο και αξιοπρέπεια και των -ακόμα- ανειδίκευτων γιατρών τη βεβαιότητα της επιστημονικής τους εξέλιξης και ειδίκευσης με συγκεκριμένες θεσμικές κατοχυρώσεις και χρονοδιαγράμματα.
Στα πλαίσια αυτά οι διατυπωμένες προτάσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξη Τσίπρα, για:
- Μονιμοποίηση των επικουρικών και συμβασιούχων του ΕΣΥ, 15.000 στοχευμένες προσλήψεις υγειονομικών σε βάθος 4ετίας.
- Μισθολογική αναβάθμιση και εισαγωγικό μισθό 2.000 ευρώ καθαρά στους γιατρούς, ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα
- Ειδική μέριμνα για τις νησιωτικές-ακριτικές και δυσπρόσιτες περιοχές.
- Ενίσχυση των δημόσιων δομών (Κέντρα Υγείας, ΤΟΜΥ, Περιφερειακά Ιατρεία), ενίσχυση των προϋπολογισμών του ΕΣΥ και ΕΟΠΥΥ, με τελικό στόχο τη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στις δημόσιες δαπάνες υγείας (7,5%).
- Εθνικό Σχέδιο Υποδομών Υγείας και ειδική στήριξη της Ψυχικής Υγείας
συγκροτούν ένα ολιστικό πλαίσιο, που θέτει στο κέντρο της προσοχής τον πολίτη, τη διαφύλαξη της υγείας του και τον εργαζόμενο στην υγεία, ικανό να συμβάλλει στην αναχαίτιση του brain drain τουλάχιστον στο συγκεκριμένο τομέα.
Βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή αυτού του ανθρωποκεντρικού μοντέλου, με βασική στόχευση ένα σύγχρονο, ποιοτικό, αποτελεσματικό δημόσιο σύστημα υγείας, αποτελεί η πολιτική αλλαγή, που θα οδηγήσει στην άμεση άρση των νόμων της απερχόμενης κυβέρνησης, σε σχέση με τις εργασιακές σχέσεις και τις συνθήκες ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ που εδώ και τέσσερα χρόνια επιβλήθηκαν.