Ήταν από τα πιο ενδιαφέροντα που ακούστηκαν σε αυτή την προεκλογική περίοδο, έστω και λίγο πριν τη λήξη της.
Είναι η πρόταση Μητσοτάκη, για κοστολόγηση των προεκλογικών προγραμμάτων των κομμάτων. Η πρόταση είναι απλή και ρεαλιστική. Πριν από τις εκλογές να υπάρξει διακομματική συμφωνία, ώστε όλα τα κόμματα να υποβάλουν τα προγράμματα τους στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ή στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου με δεδομένη την τεχνογνωσία και την αξιοπιστία των δύο οργανισμών, θα κοστολογούνται με ακρίβεια. Οπότε όλοι θα ξέρουμε αυτά που τάζει το κάθε κόμμα πόσο κοστίζουν.
Και είναι σημαντικό αυτό, πρώτον για να μην τσακώνονται τα κόμματα μεταξύ τους για το πραγματικό ύψος των παροχών και δεύτερον και σημαντικότερο, όταν γνωρίζουμε πόσο στοιχίζουν τα μέτρα, ξέρομε αυτομάτως και πόσα πρέπει να εξοικονομηθούν από τον προϋπολογισμό για την υλοποίηση τους. Αυτό θα υποχρεώσει τα κόμματα να περιγράψουν λεπτομερώς από που θα βρεθούν τα χρήματα. Θα υπάρξουν περικοπές από αλλού στον προϋπολογισμό, θα επιβληθούν έξτρα φόροι, ή τέλος πάντων, πως και από που θα εξοικονομηθούν τα αναγκαία κονδύλια; Και θα είναι εντός δημοσιονομικού πλαισίου, η θα εκτροχιάσουν τα δημοσιονομικά της χώρας;
Όταν στην Ελλάδα μιλάμε για προεκλογικά προγράμματα, εννοείται πως μιλάμε αποκλειστικά για παροχές. Τα κόμματα πάντα πριν τις εκλογές τάζουν λαγούς με πετραχήλια. Είναι όμως ρεαλιστικά αυτά που υπόσχονται, ή είναι απόπειρα παραπλάνησης προκειμένου να υποκλαπεί η ψήφος των εκλογέων. Γιατί υπάρχουν αρκετά αντίστοιχα παραδείγματα στο παρελθόν. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το μάθουμε, από το να τα μετρήσει με ακρίβεια και χωρίς επιφυλάξεις μια εθνική αρχή.
Έτσι θα ξέρουμε όλοι ποιος μας παραμυθιάζει και ποιος όχι. Ποιες είναι ρεαλιστικές και ποιος ανεδαφικές από τις εξαγγελίες, που επιχειρούν να μας δελεάσουν. Και από την άλλη είναι θέμα κοινής λογικής γιατί οι αποκλίσεις στην αποτίμηση που κάνει ο ένας για τον άλλον είναι τραβηγμένες μέχρι εκεί που δεν πάει. Δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να επιμένει πως το συνολικό κόστος του προγράμματός του είναι σε βάθος τετραετίας 22 δισ. ευρώ (4Χ5,5 δισ.) και η ΝΔ να επιμένει πως είναι τέσσερις φορές επάνω και ανέρχονται σε 85 δισ. ευρώ σε βάθος τετραετίας. Εκ των πραγμάτων ο ένας από τους δύο ή λέει εσκεμμένως ψέματα ή τα στελέχη που κάνουν τους υπολογισμούς δεν ξέρουν να κάνουν τη δουλειά τους.
Δεν μπορώ να φανταστώ γιατί να υπάρχουν επιφυλάξεις και αντιρρήσεις στην πρόταση. Και επειδή χρόνος υπάρχει, ας στείλουν αύριο κιόλας όλα τα κόμματα τα προγράμματα τους για κοστολόγηση και ακόμη καλύτερα ας συμφωνήσουν ότι στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο θα υπερψηφίσουν νομοθετική ρύθμιση που θα καθιστά υποχρεωτική πριν τις εκλογές την κοστολόγηση των προγραμμάτων.
Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται άλλωστε!