Skip to main content

Πού είσαι Κέινς

Στην περίπτωση λάθους της επιτοκιακής πολιτικής, το θέμα είναι ακόμη πιο περίπλοκο. Αλλά υπονομεύεται και το ίδιο το σύστημα.

Μέσα σε ένα χρόνο, οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν τα βασικά επιτόκια από το μηδέν σε σχεδόν 4% η ΕΚΤ και 5% η Fed. Αποτέλεσμα; Οι  περισσότερες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πρέπει πλέον να αντιμετωπίσουν μια τεράστια αύξηση στο κόστος του δανεισμού τους.

Οι κεντρικές τράπεζες υποστηρίζουν ότι πρόκειται για «αναγκαία θυσία», επειδή ο υψηλός πληθωρισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την αύξηση των επιτοκίων. Μόνο που οι πιο λογικοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι η θέση αυτή σαφώς εσφαλμένη: η αύξηση του τόκου δεν καταπολεμά τον πληθωρισμό, αλλά την πραγματική οικονομία.

Το πρόσθετο κόστος δανεισμού επιβαρύνει εκείνες τις εταιρείες που επενδύουν πολύ ή/και έχουν μεγάλη ανάγκη για πίστωση ως νεοφυείς επιχειρήσεις.

Η πρόσθετη επιβάρυνση από τα υψηλά επιτόκια πλήττει και τα περισσότερα  νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια. Που αναγκάζονται να περιορίσουν την κατανάλωσή τους, όπως οι εταιρείες περιορίζουν τις επενδύσεις τους.

«Μπορεί οι υψηλές τιμές ενέργειας να πυροδότησαν αρχικά τον πληθωρισμό, αλλά λόγω των αυξήσεων των τιμών από μεγάλες εταιρείες, βλέπουμε  να εκτυλίσσεται ένα ράλι πληθωρισμού κερδών», παραδέχεται  η Wall Street Journal. «Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού μέσω υψηλότερου κόστους δανεισμού, είναι σκέτη…τρέλα».

Και ποιος εισπράττει ουσιαστικά τους πρόσθετους τόκους; Όσοι αποταμιεύουν; Φυσικά όχι: Αλλά οι τράπεζες. Υπάρχει ένας γκροτέσκος λόγος για αυτό: η επιτοκιακή πολιτική έχει πλήξει τα κρατικά ομόλογα και συνεπώς τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών. Αυτό κάνει τις τράπεζες πιο ευάλωτες στις κρίσεις.

Στην περίπτωση λάθους της επιτοκιακής πολιτικής, το θέμα είναι ακόμη πιο περίπλοκο. Αλλά υπονομεύεται και το ίδιο το σύστημα.

Ο  Τζον Μέιναρντ Κέινς προειδοποιούσε ότι μακροπρόθεσμα, τα επιτόκια θα έπρεπε να πέσουν στο μηδέν για να αμβλυνθούν οι τάσεις στασιμότητας του καπιταλισμού.  Όταν ο Φράνκλιν Ρούζβελτ κέρδισε τις εκλογές του 1932 και εφάρμοσε το «New Deal», προώθησε ουσιαστικά τις κεϊνσιανές ιδέες. Με προσωπική του επιστολή  μάλιστα ο Κέινς, κάλεσε τότε τον Ρούζβελτ να αυξήσει κατακόρυφα τις δαπάνες: οι κρατικές δαπάνες καταλήγουν τελικά στην τσέπη του πολίτη αυξάνοντας την αγοραστική του δύναμη και τονώνοντας την οικονομία.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η πολιτική ακολουθούσε τις συστάσεις του μεγάλου Κεινς.  Για να ακολουθήσει η νέο-φιλελεύθερη λαίλαπα Ρήγκαν-Θάτσερ. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι  «απελευθερωμένες» χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν δυσκολέψει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στην πραγματική οικονομία και οδήγησαν σε κάθε είδους αισχροκέρδεια-στην κύρια αιτία δηλαδή, των μεγάλων κρίσεων.