Πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ προβλέπει για το 2024 το Πρόγραμμα Σταθερότητας που έστειλε το υπουργείο Οικονομικών στην Κομισιόν. Πράγμα που σημαίνει αυστηρούς στόχους στις δαπάνες και εκτεταμένη δημοσιονομική προσαρμογή. Και μάλιστα σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων από την ΕΚΤ που αποτελούν ήδη μεγάλο κίνδυνο για την ανάπτυξη. Ο στόχος ανεβαίνει στο 2,3% το 2025 και στο 2,5% το 2026.
Όποια κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές δηλαδή, θα πρέπει να διαχειριστεί μια δημοσιονομική προσαρμογή γύρω στα επτά δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2026 και βλέπουμε! Και την ευχή ότι όλα θα πάνε καλά. Δεν θα παρουσιαστεί ούτε ένα σύννεφο στον ορίζοντα. Τουλάχιστον ως το τέλος της δεκαετίας.
Φυσικά, η Κομισιόν λέει ότι οι χώρες με υπερβολικό έλλειμμα θα έχουν στη διάθεσή τους τέσσερα χρόνια. Θα παραχωρηθούν τρία επιπλέον έτη για την έναρξη των απαραίτητων επενδύσεων για την ψηφιακή και οικολογική μετάβαση.
Τα φετίχ ή ο «ζουρλομανδύας» κατ` άλλους του δημόσιου ελλείμματος 3% και του δείκτη χρέους 60%, παραμένουν πάντως. Θα υπάρχουν μάλιστα κανόνες που είναι εγγενείς στις διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος και η αρχή των οικονομικών κυρώσεων θα παραμείνει παρούσα.
Δυσκολεύουν τα πράγματα λοιπόν, καθώς από του χρόνου παύει να ισχύει η ρήτρα διαφυγής. Επιπλέον, και οι 27 χώρες μέλη –και η Ελλάδα -θα πρέπει να ακολουθήσει μια αυστηρή πορεία δαπανών.
Δεν θα είναι δηλαδή εύκολο -και χωρίς συγκρούσεις με τις Βρυξέλλες- να εφαρμοστούν εκλογικά προγράμματα που προβλέπουν σημαντικές αυξήσεις δαπανών και φορολογικές περικοπές.
Δεν έγινε δεκτό το αίτημα χωρών του Νότου για αφαίρεση από τον υπολογισμό του ελλείμματος των επενδύσεων, που συνδέονται με την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Οι μόνες επενδύσεις που εκπίπτουν, είναι αυτές που θα χρηματοδοτούνται με ευρωπαϊκή δωρεάν βοήθεια, όχι δάνεια. Εν ολίγοις, οι επενδύσεις θα είναι δυνατές αλλά μόνο εντός των ορίων που έχουν καθοριστεί και υπό αυστηρή επιτήρηση. Οσο και αν το χρέος είναι ρυθμισμένο μέχρι το 2032 και το κόστος εξυπηρέτησής του είναι σχετικά ανεκτό, με βάση τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί το 2018.
Η απομείωση του χρέους όμως τα επόμενα χρόνια θα είναι από τα πιο σκληρά αγκάθια, που θα πρέπει να διαπραγματευτεί από το φθινόπωρο η νέα κυβέρνηση. Και μάλιστα με τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι πλέον στενά.
Η Γερμανία και οι λεγόμενες «φειδωλές χώρες» αντιδρούν στην «υπερβολική ευελιξία» της ΕΕ προς τις χρεωμένες χώρες. Το Βερολίνο θέλει ο ρυθμός μείωσης του χρέους να μην μπορεί «να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια του καθενός».
Η τελική μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας θα συζητηθεί στο Ecofin στη συνεδρίαση των 27 υπουργών Οικονομικών, στα μέσα Ιουνίου. Σε κάθε περίπτωση, η εποχή της λιτότητας δεν έχει τελειώσει. Πέρα από τις οριακές αλλαγές, οι νέοι κανόνες θα μας επιβάλλουν περικοπές δαπανών. Και ο φόβος είναι ότι αυτό θα αφήσει λίγα περιθώρια για ανεξάρτητη οικονομική πολιτική. Ανεξάρτητα από το χρώμα της κυβέρνησης. Ιδίως αν δεν τολμήσει να σηκώσει ανάστημα στις Βρυξέλλες…