Skip to main content

Επενδύσεις για την ανατροπή του παραγωγικού μοντέλου

Στο ερώτημα αν γίνονται επενδύσεις στην Ελλάδα, η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφατική. Και βέβαια γίνονται, αλλά πολύ λιγότερες από όσες χρειαζόμαστε και σε τομείς, οι οποίοι όπως έχει αποδειχθεί, δε διασφαλίζουν διατηρήσιμη ανάπτυξη.

Βρισκόμαστε χωρίς αμφιβολία στην αφετηρία μιας νέας εποχής, στην οποία υπάρχει αδήριτη ανάγκη να τεθούν οι βασικοί πυλώνες ενός νέου οικοδομήματος σε γεωστρατηγικό, πολιτικό, κοινωνικό αλλά και οικονομικό επίπεδο, που αποτελεί και το βασικό εργαλείο για να ικανοποιηθούν οι στόχοι των υπολοίπων. Μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί την ανασύνταξη όλων των διαθέσιμων πόρων, σε ανθρώπινο δυναμικό και κεφάλαια, στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός νέου, ανταγωνιστικού, διαχρονικά βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης για τη χώρα.

Οι εποχές αλλάζουν, οι καιροί απαιτούν γρήγορες και πρωτοποριακές λύσεις σε οργάνωση, υλοποίηση και αξιοποίηση σχεδίων, τόσο από ένα καλά οργανωμένο κράτος, όσο και από μια επιχειρηματικότητα αποκολλημένη από τις συνήθειες του χθες, με το βλέμμα στραμμένο σε μια συνολική προσπάθεια μετάβασης της χώρας με επίκεντρο την ψηφιακή και την πράσινη, που όμως στον πυρήνα της θα βρίσκεται ο σεβασμός στον άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο, ότι στο δημόσιο διάλογο σε όλα τα διεθνή φόρα, κυριαρχεί η αγωνία για την αναζήτηση ενός νέου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, προφανώς επειδή το παλιό θεωρείται αποτυχημένο και δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις της νέας εποχής. Κλειδί για την επιτυχία είναι, χωρίς αμφιβολία, το μέγεθος και η ποιότητα των νέων επενδύσεων.

Έχουμε επενδύσεις στην Ελλάδα;

Στο ερώτημα αν γίνονται επενδύσεις στην Ελλάδα, η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφατική. Και βέβαια γίνονται, αλλά πολύ λιγότερες από όσες χρειαζόμαστε και σε τομείς, οι οποίοι όπως έχει αποδειχθεί, δε διασφαλίζουν διατηρήσιμη ανάπτυξη. Υπάρχει αναμφίβολα μια έντονη κινητικότητα εδώ και μια δεκαετία, στον τομέα της καινοτομίας και τελευταία στη δημιουργία τεχνοβλαστών από τα δημόσια Πανεπιστήμια, Πολυτεχνεία και Ερευνητικά Ιδρύματα. Ορισμένες εταιρείες startups, με μπροστάρηδες εμπνευσμένους και δημιουργικούς νέους ανθρώπους, έχουν εξελιχθεί μάλιστα σε αξιόλογες μεσαίες επιχειρήσεις με φιλόδοξες προοπτικές για το μέλλον είτε αυτόνομα, είτε μέσω συγχωνεύσεων με άλλες ομοειδείς εδώ και στο εξωτερικό. Επίσης, έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μερικές πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες, αν εξαιρέσει κανείς εκείνες που εξαγόρασαν έτοιμες παραγωγικές μονάδες, οι οποίες προβαίνουν σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού για να διασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητά τους, οι υπόλοιπες απλά έχουν οργανώσει «γραφεία outsourcing» για την προώθηση των εισαγόμενων προϊόντων τους και την εξυπηρέτηση της εσωτερικής αγοράς, ενίοτε δε και γειτονικών χωρών. Θετική η παρουσία, αλλά όχι ισοδύναμη με τη δημιουργία παραγωγικής μονάδας, έστω για την παραγωγή εξαρτημάτων.

Στο πλαίσιο αυτό αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια οι εισροές ξένων κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις με επιταχυνόμενο ρυθμό: ( 2015: 1,143, 2019: 4,484, 2022: 7,221 δις Ευρώ με στοιχεία της ΤτΕ). Προφανώς η βελτίωση αυτή θα ήταν σχετικά ικανοποιητική, αν παραμείνει κανείς στο ονομαστικό τους μέγεθος. Όμως, εκεί που το έλλειμμα είναι τεράστιο είναι στην ποιότητα των επενδύσεων. Δυστυχώς, ο μεγάλος όγκος των κεφαλαίων κατευθύνεται στο real estate για αγορά κτηριακών συγκροτημάτων (γραφεία, ξενοδοχεία και κατοικίες), σε εξαγορά περιουσιακών κρατικών στοιχείων (ότι απέμεινε!) καθώς και στη συμμετοχή στο κεφάλαιο υπαρχουσών επιχειρήσεων. Για παραγωγικές επενδύσεις, που αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, βελτιώνουν τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας και προσφέρουν ισχυρή στήριξη στην απασχόληση και στα εισοδήματα, όχι μόνο μετά την έναρξη λειτουργίας μιας μονάδας αλλά και κατά την κατασκευαστική περίοδο, ούτε λόγος.

Αποτέλεσμα αυτού είναι, η υστέρηση στην αύξηση των εξαγωγών έναντι μιας μεγαλύτερης αύξησης των εισαγωγών, να μας οδηγήσει το 2022 σε ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (22,1 δις Ευρώ), που θυμίζει εποχές της χρεοκοπημένης Ελλάδας του 2007-2008. Η ανισορροπία αυτή δε εκτιμάται, με βάση τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι θα συνεχίσει να κινείται γύρω στο -8% ετησίως και για τη διετία 2023 και 20024. Η υστέρηση της συνεισφοράς των επενδύσεων εξάλλου στο σχηματισμό του ΑΕΠ βρίσκει την πλέον καθαρή της έκφραση στην ισχνή οικονομική μεγέθυνση τόσο της περιόδου 2015-2019 με ca 0,5% κατά μέσο όρο, όπως επίσης και με ca 1,8% την περίοδο 2019-2022. Με τη διαφορά, ότι στη μεν πρώτη περίοδο ασκήθηκε υποχρεωτικά περιοριστική πολιτική με στόχο την έξοδο από τα μνημόνια και τη δημιουργία ενός ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, ενώ στη δεύτερη εφαρμόσθηκε μια έντονα επεκτατική πολιτική, 8,2% του ΑΕΠ, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προέκυψαν από την πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Οι αυξημένες δαπάνες όμως οδηγήθηκαν στην κατανάλωση και στις καταθέσεις, χωρίς αναπτυξιακό αποτύπωμα, αφού η κατανάλωση συνεχίζει να κυριαρχεί με 70,3% (2022) στη συνολική εθνική δαπάνη, έναντι 53,4% του μέσου όρου των χωρών της Ευρωζώνης.

Η ποιότητα των επενδύσεων θα κάνει τη διαφορά

Χρειαζόμαστε συνεπώς περισσότερες και ποιοτικότερες επενδύσεις. Περισσότερες, διότι η συμμετοχή των επενδύσεων στο σχηματισμό του ΑΕΠ προ κρίσεως το έτος 2007 ήταν 23,8%, ενώ το 2022 παρά τη σχετική βελτίωση βρίσκεται στο 12,5%, με μέσο όρο στην Ευρωζώνη σήμερα στο 22,5%! Ποιοτικότερες, επειδή οι μη παραγωγικές τονώνουν προσωρινά την οικονομική δραστηριότητα, βελτιώνουν τα οικονομικά μεγέθη, χωρίς όμως να έχουν διάρκεια. Αντίθετα, οι παραγωγικές επενδύσεις ενισχύουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, συμβάλλουν στον τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό της οικονομίας, δημιουργούν θέσεις εργασίας υψηλών απαιτήσεων, βελτιώνουν την παραγωγικότητα της οικονομίας και εν τέλει βοηθούν στην κάλυψη του επενδυτικού κενού και το μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης με σταθερή προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης. Έτσι, εξασφαλίζεται και η ισορροπία στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας με την αντιμετώπιση των αιτιών που οδηγούν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε ανισορροπίες, αλλά και η ευημερία της κοινωνίας.

Τώρα, αν το πρόβλημα της ποσότητας των επενδύσεων, (επενδυτικό κενό 95 δις Ευρώ) που προέκυψε, με την οικονομική κρίση και την de facto χρεοκοπία της χώρας μετά το 2007, η ποιοτική τους σύνθεση αποτελεί μια μόνιμη μεταπολεμική ασθένεια. Ακόμη και μετά την τραυματική εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος, συνεχίζουμε να κινούμαστε στις ίδιες γραμμές, με αναπόφευκτη αργά ή γρήγορα τη σύγκρουση. Αυτό επισημαίνει άλλωστε, κατά τον πλέον επίσημο τρόπο, και στην τελευταία έκθεση του ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος. «Οι επενδύσεις με σκοπό τη δημιουργία νέων άμεσων παραγωγικών επιχειρήσεων ή νέων εγκαταστάσεων (greenfield investment) στην Ελλάδα παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε όρους αξίας». Εξακολουθούμε να επενδύουμε στην οικοδομή, τον τουρισμό, την εστίαση και προσφάτως και στην παροχή προσφοράς υπηρεσιών ως μεσάζοντες με τη μεσολάβηση μιας ψηφιακής πλατφόρμας, η οποία επιβαρύνει χωρίς αμφιβολία την τελική τιμή του προϊόντος.

Επιδεικνύεται μικρότερο ενδιαφέρον για τη μεταποίηση με τη δημιουργία, επέκταση ή αναβάθμιση του παραγωγικού ιστού της οικονομίας, την ψηφιακή μετάβαση και τις τηλεπικοινωνίες όπως και για την πράσινη μετάβαση και την ενέργεια, παρά τις πιεστικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την τελευταία κρίση.

Δεν υπάρχει οικονομική σύγκλιση χωρίς να αλλάξουν τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπου κυριαρχεί η κατανάλωση και να μη ληφθούν υπόψη οι νέες γεωστρατηγικές ισορροπίες, η αξιοποίηση του status quo στις εφοδιαστικές αλυσίδες, το δημογραφικό πρόβλημα ή οι κλιματικές μεταβολές. Σαφώς, υπάρχουν κατευθύνσεις και δεσμεύσεις από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τα διαθέσιμα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ, τα οποία οφείλουν να κατευθυνθούν κατά προτεραιότητα σε κλάδους όπως η ψηφιοποίηση, η πράσινη μετάβαση, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, η επιμόρφωση του εργατικού δυναμικού σε ψηφιακές και οργανωτικές δεξιότητες κ.α. Όμως, τα πρώτα δείγματα, οι πρώτες εγκρίσεις, αφορούν σε ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες διέθεταν ώριμα προγράμματα προς υλοποίηση. Χωρίς αυτό να είναι αρνητικό κατά βάσιν, το παράδειγμα χωρών που έζησαν το μετασχηματισμό, δείχνει, ότι η αλλαγή μοντέλου περνάει μέσα από την ανάδειξη μικρών και κυρίως μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες με την παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων, τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας, την έρευνα και την καινοτομία, έχουν τη δυνατότητα να σταθούν με αξιώσεις στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Οι «εθνικοί πρωταθλητές» στις μέρες μας είναι μεσαίες επιχειρήσεις με αναγνωρίσιμα διεθνώς brands, τα οποία κάνουν τη διαφορά και αυτές αξίζει να στηρίξουμε.

Η συμβολή του κράτους

Στην επιδιωκόμενη αλλαγή του οικονομικού υποδείγματος η συμμετοχή του κράτους είναι καταλυτική. Οι όποιες αλλαγές θα πρέπει να ξεκινήσουν με δικές του πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις, με την κατάστρωση ενός μακροχρόνιου αναπτυξιακού προγράμματος, το οποίο θα κληθεί ο ιδιωτικός τομέας, σε ορισμένες περιπτώσεις και με τη σύμπραξη του κράτους, να υλοποιήσει. Ταυτόχρονα με το σχεδιασμό για την επέκταση του παραγωγικού δυναμικού, θα πρέπει να υπάρξει πρόγραμμα βελτίωσης των εξωτερικών οικονομιών με βελτίωση των υποδομών καθώς και στήριξης του Εθνικού Συστήματος Υγείας σε συνδυασμό με ένα ικανοποιητικό δίκτυο κοινωνικής προστασίας. Η ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης παιδείας καθώς και η προστασία του περιβάλλοντος θα πρέπει να διατρέχουν κάθε ενέργειά του. Ακόμη, κάτι που αφορά την προσέλκυση ξένων παραγωγικών επενδύσεων και όχι μόνο, είναι σημαντικό να προχωρήσουμε σε θεσμική αναβάθμιση της χώρας, ώστε να αντιμετωπιστούν θέματα που ταλανίζουν τον τόπο και αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας, όπως η διαφθορά, η φοροδιαφυγή, η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, η πολυνομία και η γραφειοκρατία. Μακριά από πολιτικές που βλάπτουν τη δημοσιονομική διαχείριση της χώρας, όπως και εκείνες που αντιστρατεύονται την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Η βελτίωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου και η σταδιακή σύγκλιση προς τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες θα ανακτηθούν μόνο με την αλλαγή του οικονομικού παραδείγματος, το οποίο θα εξασφαλίζει ταυτόχρονα και την κοινωνική συνοχή.