Skip to main content

Μια μαύρη, πλαστική σακούλα σκουπιδιών

«Δυστυχώς, έφυγε» ψιθυρίζει ο διασώστης, ο νοσοκόμος ή ο ιατρός προς τους συγγενείς. Τότε είναι που αρχίζει μια άλλη ζωή, ή άλλες ζωές, περισσότερο άδειες παρά ποτέ…

Τελευταία πνοή, τελευταία ανάσα, σε ένα από τα φορεία, σε ένα από τα κρεβάτια κρατικού νοσοκομείου, στη ΜΕΘ. Για τους συγγενείς οι πρώτες βαθιές, βαριές, ανάσες πόνου και οδύνης κι οι πρώτες «άδειες» σκέψεις για τη ζωή που έφυγε, για το κενό που αφήνει πίσω της, για τη ζωή που έζησε, τις αναμνήσεις που κληροδότησε, τις καλές ή και κακές στιγμές παρακαταθήκης…

Εικόνες ανεξίτηλες στον χρόνο. Αυτές που διαδραματίζονται στους διαδρόμους έξω από τις εντατικές ή στα επείγοντα.

«Δυστυχώς, έφυγε» ψιθυρίζει ο διασώστης, ο νοσοκόμος ή ο ιατρός προς τους συγγενείς. Τότε είναι που αρχίζει μια άλλη ζωή, ή άλλες ζωές, περισσότερο άδειες παρά ποτέ…

Ακολουθεί ο αποχαιρετισμός του αγαπημένου. Η εικόνα τραγική, ψυχρή, παγωμένη: Ο ήχος από το φερμουάρ του μαύρου πλαστικού σάκου που ανοίγει και η αποκάλυψη του άπνοου, άψυχου προσώπου…

Τελευταίος ασπασμός, ένα ζεστό χάδι γεμάτο δάκρια – θλίψη και η αποχώρηση από το νοσοκομείο με μια μαύρη, πλαστική σακούλα σκουπιδιών στο χέρι. Στο χέρι που έδωσε το τελευταίο χάδι και που τώρα σέρνει τσουβαλιασμένα τα προσωπικά αντικείμενα του αποθανόντος.

Αυτή είναι η αξία, η απαξίωση της ζωής. Δύο μαύρες πλαστικές σακούλες. Μια για το σώμα και μια για τα όσα το έντυναν, για τα όσα έφερε πάνω του, για ό,τι πιο προσωπικό, για όσα επιστρέφουν οι συγγενείς στα σπίτια τους.

Μια μαύρη, πλαστική σακούλα σκουπιδιών…

Για τα δημόσια νοσοκομεία αυτό αξίζουν οι ψυχές που φεύγουν και οι συγγενείς τους, μια μαύρη, πλαστική σακούλα σκουπιδιών… Ούτε καν άσπρη, ή έστω ένα κουτί, ένα χαρτόκουτο… Ντροπή…