Στον ιδρυτή της ομώνυμης γερμανικής εταιρείας Robert Bosch, αποδίδεται η φράση «είναι προτιμότερο να χάσεις χρήματα παρά την εμπιστοσύνη», που μας έρχεται από το μακρινό 1901. Τα τελευταία 15 χρόνια όμως γινόμαστε μάρτυρες μιας αλλαγής στον τρόπο σκέψης αλλά και δράσης στο σύγχρονο τραπεζικό μάνατζμεντ, όπου προτεραιότητα δε δίνεται πλέον στη συνετή και σταθερή διοίκηση, αλλά στην με κάθε μέσο, τρόπο και επινόηση τεχνικών, προϊόντων και μεθόδων με σκοπό το εύκολο κέρδος των ιδρυμάτων που διευθύνουν, αλλά και προς ίδιον όφελος. Αποτέλεσμα αυτού είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης, από το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των πελατών των τραπεζών, όπως δείχνουν σχετικές μελέτες.
Από το «ποτέ ξανά» στην επανάληψη
Όχι, αυτή τη φορά δεν είναι τα τοξικά προϊόντα των αμερικανικών στεγαστικών τραπεζών του 2008, που πυροδότησαν την τραπεζική κρίση. Είναι μια περιφερειακή, πρωτοποριακή τράπεζα, που δραστηριοποιείται στον τομέα των τεχνολογιών αιχμής, η Silicon Valley, καθώς και μια μεγάλη παραδοσιακή τράπεζα, η Credit Suisse, με έδρα μια χώρα με το τρίτο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο (93.750 $), την Ελβετία. Η πρώτη έπεσε θύμα της απότομης αύξησης των επιτοκίων αναφοράς της FED, όταν απεδείχθη ότι δεν ήταν ικανή να προστατεύσει τις δικές της επενδύσεις από τον επιτοκιακό και προθεσμιακό κίνδυνο. Αγνόησε αλήθειες, που είναι γνωστές και στους δευτεροετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών, ότι δηλαδή «υπάρχει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ του επιπέδου του επιτοκίου της αγοράς και της τιμής των ομολογιών» (Χ. Γκότσης: Νομισματική. Θεωρία του Χρήματος, Σελ. 119, Εκδ. Σταμούλη). Κατέγραψε σημαντικές ζημιές, χωρίς μάλιστα να διαθέτει αξιόλογο «μαξιλάρι» και καθώς δεν κατάφερε να κάνει αύξηση κεφαλαίου βρέθηκε σε αδυναμία να ανταποκριθεί στη μαζική ανάληψη καταθέσεων με αποτέλεσμα να καταρρεύσει.
Όπως ήταν αναμενόμενο, με τη χρεοκοπία της Silicon Valley και της Signature, η τραπεζική κρίση πέρασε γρήγορα τον Ατλαντικό και χτύπησε στην Ευρώπη, ακολούθησε η Credit Suisse, γνωστή από χρόνια για την κακοδιαχείριση, τα σκάνδαλα καθώς και τις αποτυχημένες προσπάθειές της να αναπτύξει την κερδοφόρο επενδυτική τραπεζική. Στη μαζική απόσυρση καταθέσεων που ακολούθησε, προστέθηκε και μια δήλωση άρνησης συμμετοχής σε αύξηση κεφαλαίου, ενός κρατικού σαουδαραβικού κρατικού μεγαλομετόχου στην τράπεζα, η οποία ήταν αρκετή για να κινητοποιήσει τις κρατικές δυνάμεις διάσωσης και εντέλει την εξαγορά της από την UBS. Και στις δυο περιπτώσεις κράτος και κεντρικές τράπεζες εκλήθησαν να διαθέσουν σημαντικά κεφάλαια των φορολογουμένων για να αποφευχθεί μια μετάδοση με τα χαρακτηριστικά του 2008, παρά τις υποσχέσεις ότι δεν θα ξανασυμβεί. Έχουμε συνεπώς επανάληψη του γεγονότος, οι υπεύθυνοι για την κατάρρευση να εισπράττουν τα bonus και να στέλνουν το λογαριασμό της αποτυχίας τους στο κοινωνικό σύνολο. Εδώ το 2023 μοιάζει πράγματι κατά πολύ με το 2008.
Τέλος, προς τον παρόν τουλάχιστον, μεγάλη ανησυχία προκάλεσε και η αύξηση των spreads των ομολόγων της Deutsche Bank, η οποία έστειλε τη μετοχή της τράπεζας στα τάρταρα με απώλειες 15% σε μία συνεδρίαση. Τα καλά θεμελιώδη του ιδρύματος καθώς και η επιτυχημένη αναδιάρθρωσή της με συρρίκνωση κυρίως των δραστηριοτήτων στην επενδυτική τραπεζική, παρότι και η ίδια βαρύνεται με θέματα κακοδιαχείρισης και σκανδάλων, ήταν αρκετά, ώστε οι αγορές να ηρεμήσουν και η μετοχή να ανακάμψει καλύπτοντας τις απώλειες. Και σε αυτήν την περίπτωση διαπιστώνουμε, πόσο γρήγορα, μια επίσης πολύ μεγάλη τράπεζα, μπορεί να βρεθεί σε πρόβλημα επιβίωσης, όταν υπάρχουν στους συναλλασσόμενους υπόνοιες κακής ή πλημμελούς εταιρικής διακυβέρνησης.
Η εμπιστοσύνη είναι καλή…
Και οι τρεις περιπτώσεις, ανεξάρτητα από τις αιτίες, παρουσίασαν το ίδιο κοινό χαρακτηριστικό: Την απόσυρση της εμπιστοσύνης του κοινού. Η εμπιστοσύνη αποτελεί το υπαρξιακό θεμέλιο λειτουργίας των τραπεζών. Όπως και το χρήμα για να επιτελέσει τις λειτουργίες του θα πρέπει να περιβάλλεται με την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, κάτι που διαπιστώνεται από το γεγονός όταν γίνεται κοινά αποδεκτό, έτσι και οι τράπεζες τις οποίες εμπιστεύονται οι πολίτες καταθέτοντας, στην πραγματικότητα δανείζοντάς τους τις αποταμιεύσεις τους, θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να διαθέτουν ρευστότητα, ώστε να είναι ικανές να επιστρέψουν τα κεφάλαια στους δανειστές τους.
«Εμπιστοσύνη είναι η αρχή των πάντων» ήταν το σλόγκαν της Deutsche Bank τη δεκαετία του 90! Όμως η εμπιστοσύνη δε χαρίζεται αλλά κατακτιέται. Με χρηστή διοίκηση, με σεβασμό στον πελάτη, με συνέπεια στις συμβατικές τους υποχρεώσεις και με ταπεινότητα μακριά από φαινόμενα αλαζονείας και απληστίας.
Η ύπαρξη εμπιστοσύνης γενικότερα για τη λειτουργία και τη συνοχή και την πρόοδο μιας κοινωνίας, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Κυρίως, στη σύγχρονη εποχή, όπου περιστοιχιζόμαστε από πολυσύνθετες λειτουργίες και δραστηριότητες, για τις οποίες ελάχιστα γνωρίζουμε, είναι αναγκαία η ανάληψη πιθανών κινδύνων μέσω της εμπιστοσύνης που επιδεικνύουμε, η οποία στην ουσία καλύπτει το κενό μεταξύ γνώσης και της έλλειψης των υπολοίπων στοιχείων που θα χρειαζόμαστε να γνωρίζουμε για να λάβουμε την όποια μας απόφαση. Έτσι, εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στον πιλότο που μας μεταφέρει με το αεροπλάνο στον τόπο προορισμού μας, τον φαρμακοποιό ή την εταιρεία που παράγει κάποιο φαρμακευτικό σκεύασμα κ.ο.κ. Σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής συνεπώς, όπου δεν διαθέτουμε τη γνώση και τις πληροφορίες ώστε να πάρουμε μια ορθολογική απόφαση, η εμπιστοσύνη είναι η μόνη διέξοδος για να προχωρήσουμε. Αυτό βέβαια σημαίνει, ότι αναλαμβάνουμε και το ρίσκο που εμπεριέχει μια τέτοια απόφαση, η οποία είναι πιθανό να μας απογοητεύσει όταν οι αναμενόμενες προσδοκίες διαψευστούν.
Στον τραπεζικό τομέα ισχύουν όλα τα παραπάνω, μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Η ποσότητα αλλά κυρίως η πολυπλοκότητα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, είναι τόσο μεγάλη και πολυσύνθετη, που ακόμη και επαγγελματίες του χώρου δεν είναι σε θέση να έχουν μια πλήρη εικόνα. Πόσο μάλλον ένας πελάτης, ο οποίος καλείται και να υπογράψει, ότι είναι γνώστης του κινδύνου που αναλαμβάνει για την όποια τοποθέτηση των χρημάτων του στα επιμέρους προϊόντα. Συνεπώς, η εμπιστοσύνη στις τράπεζες και στους διαχειριστές τους είναι αναντικατάστατη.
…ο έλεγχος είναι καλύτερος;
Είναι αλήθεια, ότι μετά από κάθε κρίση αυξάνονται οι απαιτήσεις για περισσότερους και αυστηρότερους εποπτικούς κανόνες στη λειτουργία της αγοράς. Αυτό έγινε στη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν ακόμη και οι ίδιες οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν η μία την άλλη στη διατραπεζική αγορά, φοβούμενες ότι δεν θα τους επιστραφούν τα δανεισθέντα.
Στην πρόσφατη περίπτωση των αμερικανικών τραπεζών, η βασική αιτία της κατάρρευσης ήταν η απότομη και σημαντική αύξηση των επιτοκίων αναφοράς από τη FED, χωρίς να φροντίσει για την αναγκαία προετοιμασία τους για τη μεγάλη αλλαγή. Σε συνδυασμό δε με την προγενέστερη μεταφορά της εποπτείας από την FED στην περιφέρεια όλων των μικρότερων των 250 δις ενεργητικού τραπεζών καθώς και των χαλαρών χωρίς ιδιαίτερους ποιοτικούς ελέγχους stress tests, ήταν επόμενο να εκτεθούν κάποιες περιφερειακές τράπεζες με προβληματικό χαρτοφυλάκιο. Το γεγονός αυτό άλλωστε το παραδέχτηκε και η ίδια η υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ, όταν, κατόπιν εορτής, εξήγγειλε αυστηροποίηση των εποπτικών κανόνων.
Σε ότι αφορά την Ευρώπη, είναι αλήθεια ότι μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, υπήρξε μια ριζική αναδιοργάνωση των συστημάτων εποπτείας με ταυτόχρονη αυστηροποίηση των κανόνων σε ότι αφορά την επάρκεια κεφαλαίων και τα τέστ αντοχής (Basel III). Για την αντιμετώπιση του συστημικού κινδύνου οργανώθηκε η θεσμική συνεργασία των τριών εποπτικών αρχών για το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Την EBA για τις τράπεζες, την ESMA για τις κεφαλαιαγορές και την EIOPA για τις ασφάλειες. Ειδικά για την εποπτεία των τραπεζών συστάθηκε και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, στον οποίο συμμετέχουν εκτός από την ΕΚΤ και οι εποπτικές αρχές των χωρών που ανήκουν στη ζώνη του Ευρώ, με στόχο την παρακολούθηση και ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος των εν λόγω χωρών. Επίσης έχουν αναπτυχθεί μια σειρά από εργαλεία, ικανά κατά δήλωση και της Προέδρου Lagarde, να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο απειλής κατά των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών.
Παραμένει βεβαίως η μεγάλη εκκρεμότητα της κοινής ευρωπαϊκής εξασφάλισης των καταθέσεων, κάτι που βρίσκεται ακόμη στις αρμοδιότητες των κρατών, λόγω κυρίως της αντίδρασης των λεγόμενων φειδωλών χωρών, ώστε να ολοκληρωθεί η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση, η οποία είναι βέβαιο ότι θα συνέβαλε στη βελτίωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τις τράπεζες.
Τη λύση τελικά δίνει το κράτος
Η εμπειρία μας, τόσο από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και μετέπειτα, όπως και από την πρόσφατη τραπεζική κρίση, συνοψίζεται σε μια μεγάλη αλήθεια. Όσο αυστηρούς κανόνες και αν θεσπίσουμε, όσους θεσμούς εποπτείας και ελέγχου αν κινητοποιήσουμε, τους κινδύνους μπορεί να τους μετριάσουμε, αλλά όχι να τους εξαλείψουμε. Όταν ο φόβος και η απόσυρση της εμπιστοσύνης εξαπλώνεται ως χιονοστιβάδα, είναι δύσκολο να ανακοπεί, ακόμη και να διαθέσουμε εκατοντάδες δισεκατομμύρια, κάτι που έγινε φανερό στην πρώτη προσπάθεια διάσωσης της Credit Suisse.
Η εμπιστοσύνη τελικά δεν ανακτάται ούτε με δισεκατομμύρια. Η μόνη λύση που απομένει είναι μια καινούργια αρχή. Αυτό έγινε με την περίπτωση της συγκεκριμένης τράπεζας με την εξαγορά της από την UBS. Παρά τις αρχικές προσπάθειες για διάσωση με κρατική ενίσχυση 100 δις ελβετικών φράγκων δεν κατέστη δυνατή η συνέχιση της λειτουργίας της.
Οι πληγές που άφησε πίσω της η χρεοκοπία της τράπεζας δεν περιορίζονται μόνο στο συγκεκριμένο ίδρυμα. Έθεσαν σε αμφιβολία ολόκληρο το ελβετικό χρηματοπιστωτικό κέντρο, το οποίο είχε καθιερωθεί για δεκαετίες, ως ασφαλές καταφύγιο για νόμιμα και παράνομα κεφάλαια από όλον τον κόσμο. Η χώρα που εξασφάλισε την ευημερία της με τα βουνά και τις τράπεζές της, κινδυνεύει να απωλέσει την αξιοπιστία της και αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη ζημιά.
Σε ότι αφορά στους καταθέτες και επενδυτές, οι οποίοι ένοιωσαν για άλλη μια φορά την απειλή για απώλεια των κεφαλαίων τους να τους πλησιάζει, είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν μια πολύτιμη εμπειρία. Ότι δηλαδή πλήρης ασφάλεια δεν υπάρχει για καμία επένδυση. Κάθε τόσο θα εμφανίζονται συστημικές απειλές αυτοδημιουργούμενες μέσα στα ίδια τα ιδρύματα με κακοδιαχείριση ή ακόμη και με απάτες, τις οποίες καμιά εποπτική αρχή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει, όταν ακόμη και κατά τα άλλα έγκυροι ελεγκτικοί οίκοι ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους (Βλ. περίπτωση Wirecard της Γερμανίας).
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Στον ιδρυτή της ομώνυμης γερμανικής εταιρείας Robert Bosch, αποδίδεται η φράση «είναι προτιμότερο να χάσεις χρήματα παρά την εμπιστοσύνη», που μας έρχεται από το μακρινό 1901. Τα τελευταία 15 χρόνια όμως γινόμαστε μάρτυρες μιας αλλαγής στον τρόπο σκέψης αλλά και δράσης στο σύγχρονο τραπεζικό μάνατζμεντ, όπου προτεραιότητα δε δίνεται πλέον στη συνετή και σταθερή διοίκηση, αλλά στην με κάθε μέσο, τρόπο και επινόηση τεχνικών, προϊόντων και μεθόδων με σκοπό το εύκολο κέρδος των ιδρυμάτων που διευθύνουν, αλλά και προς ίδιον όφελος. Αποτέλεσμα αυτού είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης, από το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των πελατών των τραπεζών, όπως δείχνουν σχετικές μελέτες.
Από το «ποτέ ξανά» στην επανάληψη
Όχι, αυτή τη φορά δεν είναι τα τοξικά προϊόντα των αμερικανικών στεγαστικών τραπεζών του 2008, που πυροδότησαν την τραπεζική κρίση. Είναι μια περιφερειακή, πρωτοποριακή τράπεζα, που δραστηριοποιείται στον τομέα των τεχνολογιών αιχμής, η Silicon Valley, καθώς και μια μεγάλη παραδοσιακή τράπεζα, η Credit Suisse, με έδρα μια χώρα με το τρίτο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο (93.750 $), την Ελβετία. Η πρώτη έπεσε θύμα της απότομης αύξησης των επιτοκίων αναφοράς της FED, όταν απεδείχθη ότι δεν ήταν ικανή να προστατεύσει τις δικές της επενδύσεις από τον επιτοκιακό και προθεσμιακό κίνδυνο. Αγνόησε αλήθειες, που είναι γνωστές και στους δευτεροετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών, ότι δηλαδή «υπάρχει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ του επιπέδου του επιτοκίου της αγοράς και της τιμής των ομολογιών» (Χ. Γκότσης: Νομισματική. Θεωρία του Χρήματος, Σελ. 119, Εκδ. Σταμούλη). Κατέγραψε σημαντικές ζημιές, χωρίς μάλιστα να διαθέτει αξιόλογο «μαξιλάρι» και καθώς δεν κατάφερε να κάνει αύξηση κεφαλαίου βρέθηκε σε αδυναμία να ανταποκριθεί στη μαζική ανάληψη καταθέσεων με αποτέλεσμα να καταρρεύσει.
Όπως ήταν αναμενόμενο, με τη χρεοκοπία της Silicon Valley και της Signature, η τραπεζική κρίση πέρασε γρήγορα τον Ατλαντικό και χτύπησε στην Ευρώπη, ακολούθησε η Credit Suisse, γνωστή από χρόνια για την κακοδιαχείριση, τα σκάνδαλα καθώς και τις αποτυχημένες προσπάθειές της να αναπτύξει την κερδοφόρο επενδυτική τραπεζική. Στη μαζική απόσυρση καταθέσεων που ακολούθησε, προστέθηκε και μια δήλωση άρνησης συμμετοχής σε αύξηση κεφαλαίου, ενός κρατικού σαουδαραβικού κρατικού μεγαλομετόχου στην τράπεζα, η οποία ήταν αρκετή για να κινητοποιήσει τις κρατικές δυνάμεις διάσωσης και εντέλει την εξαγορά της από την UBS. Και στις δυο περιπτώσεις κράτος και κεντρικές τράπεζες εκλήθησαν να διαθέσουν σημαντικά κεφάλαια των φορολογουμένων για να αποφευχθεί μια μετάδοση με τα χαρακτηριστικά του 2008, παρά τις υποσχέσεις ότι δεν θα ξανασυμβεί. Έχουμε συνεπώς επανάληψη του γεγονότος, οι υπεύθυνοι για την κατάρρευση να εισπράττουν τα bonus και να στέλνουν το λογαριασμό της αποτυχίας τους στο κοινωνικό σύνολο. Εδώ το 2023 μοιάζει πράγματι κατά πολύ με το 2008.
Τέλος, προς τον παρόν τουλάχιστον, μεγάλη ανησυχία προκάλεσε και η αύξηση των spreads των ομολόγων της Deutsche Bank, η οποία έστειλε τη μετοχή της τράπεζας στα τάρταρα με απώλειες 15% σε μία συνεδρίαση. Τα καλά θεμελιώδη του ιδρύματος καθώς και η επιτυχημένη αναδιάρθρωσή της με συρρίκνωση κυρίως των δραστηριοτήτων στην επενδυτική τραπεζική, παρότι και η ίδια βαρύνεται με θέματα κακοδιαχείρισης και σκανδάλων, ήταν αρκετά, ώστε οι αγορές να ηρεμήσουν και η μετοχή να ανακάμψει καλύπτοντας τις απώλειες. Και σε αυτήν την περίπτωση διαπιστώνουμε, πόσο γρήγορα, μια επίσης πολύ μεγάλη τράπεζα, μπορεί να βρεθεί σε πρόβλημα επιβίωσης, όταν υπάρχουν στους συναλλασσόμενους υπόνοιες κακής ή πλημμελούς εταιρικής διακυβέρνησης.
Η εμπιστοσύνη είναι καλή…
Και οι τρεις περιπτώσεις, ανεξάρτητα από τις αιτίες, παρουσίασαν το ίδιο κοινό χαρακτηριστικό: Την απόσυρση της εμπιστοσύνης του κοινού. Η εμπιστοσύνη αποτελεί το υπαρξιακό θεμέλιο λειτουργίας των τραπεζών. Όπως και το χρήμα για να επιτελέσει τις λειτουργίες του θα πρέπει να περιβάλλεται με την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, κάτι που διαπιστώνεται από το γεγονός όταν γίνεται κοινά αποδεκτό, έτσι και οι τράπεζες τις οποίες εμπιστεύονται οι πολίτες καταθέτοντας, στην πραγματικότητα δανείζοντάς τους τις αποταμιεύσεις τους, θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να διαθέτουν ρευστότητα, ώστε να είναι ικανές να επιστρέψουν τα κεφάλαια στους δανειστές τους.
«Εμπιστοσύνη είναι η αρχή των πάντων» ήταν το σλόγκαν της Deutsche Bank τη δεκαετία του 90! Όμως η εμπιστοσύνη δε χαρίζεται αλλά κατακτιέται. Με χρηστή διοίκηση, με σεβασμό στον πελάτη, με συνέπεια στις συμβατικές τους υποχρεώσεις και με ταπεινότητα μακριά από φαινόμενα αλαζονείας και απληστίας.
Η ύπαρξη εμπιστοσύνης γενικότερα για τη λειτουργία και τη συνοχή και την πρόοδο μιας κοινωνίας, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Κυρίως, στη σύγχρονη εποχή, όπου περιστοιχιζόμαστε από πολυσύνθετες λειτουργίες και δραστηριότητες, για τις οποίες ελάχιστα γνωρίζουμε, είναι αναγκαία η ανάληψη πιθανών κινδύνων μέσω της εμπιστοσύνης που επιδεικνύουμε, η οποία στην ουσία καλύπτει το κενό μεταξύ γνώσης και της έλλειψης των υπολοίπων στοιχείων που θα χρειαζόμαστε να γνωρίζουμε για να λάβουμε την όποια μας απόφαση. Έτσι, εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στον πιλότο που μας μεταφέρει με το αεροπλάνο στον τόπο προορισμού μας, τον φαρμακοποιό ή την εταιρεία που παράγει κάποιο φαρμακευτικό σκεύασμα κ.ο.κ. Σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής συνεπώς, όπου δεν διαθέτουμε τη γνώση και τις πληροφορίες ώστε να πάρουμε μια ορθολογική απόφαση, η εμπιστοσύνη είναι η μόνη διέξοδος για να προχωρήσουμε. Αυτό βέβαια σημαίνει, ότι αναλαμβάνουμε και το ρίσκο που εμπεριέχει μια τέτοια απόφαση, η οποία είναι πιθανό να μας απογοητεύσει όταν οι αναμενόμενες προσδοκίες διαψευστούν.
Στον τραπεζικό τομέα ισχύουν όλα τα παραπάνω, μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Η ποσότητα αλλά κυρίως η πολυπλοκότητα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, είναι τόσο μεγάλη και πολυσύνθετη, που ακόμη και επαγγελματίες του χώρου δεν είναι σε θέση να έχουν μια πλήρη εικόνα. Πόσο μάλλον ένας πελάτης, ο οποίος καλείται και να υπογράψει, ότι είναι γνώστης του κινδύνου που αναλαμβάνει για την όποια τοποθέτηση των χρημάτων του στα επιμέρους προϊόντα. Συνεπώς, η εμπιστοσύνη στις τράπεζες και στους διαχειριστές τους είναι αναντικατάστατη.
…ο έλεγχος είναι καλύτερος;
Είναι αλήθεια, ότι μετά από κάθε κρίση αυξάνονται οι απαιτήσεις για περισσότερους και αυστηρότερους εποπτικούς κανόνες στη λειτουργία της αγοράς. Αυτό έγινε στη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν ακόμη και οι ίδιες οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν η μία την άλλη στη διατραπεζική αγορά, φοβούμενες ότι δεν θα τους επιστραφούν τα δανεισθέντα.
Στην πρόσφατη περίπτωση των αμερικανικών τραπεζών, η βασική αιτία της κατάρρευσης ήταν η απότομη και σημαντική αύξηση των επιτοκίων αναφοράς από τη FED, χωρίς να φροντίσει για την αναγκαία προετοιμασία τους για τη μεγάλη αλλαγή. Σε συνδυασμό δε με την προγενέστερη μεταφορά της εποπτείας από την FED στην περιφέρεια όλων των μικρότερων των 250 δις ενεργητικού τραπεζών καθώς και των χαλαρών χωρίς ιδιαίτερους ποιοτικούς ελέγχους stress tests, ήταν επόμενο να εκτεθούν κάποιες περιφερειακές τράπεζες με προβληματικό χαρτοφυλάκιο. Το γεγονός αυτό άλλωστε το παραδέχτηκε και η ίδια η υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ, όταν, κατόπιν εορτής, εξήγγειλε αυστηροποίηση των εποπτικών κανόνων.
Σε ότι αφορά την Ευρώπη, είναι αλήθεια ότι μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, υπήρξε μια ριζική αναδιοργάνωση των συστημάτων εποπτείας με ταυτόχρονη αυστηροποίηση των κανόνων σε ότι αφορά την επάρκεια κεφαλαίων και τα τέστ αντοχής (Basel III). Για την αντιμετώπιση του συστημικού κινδύνου οργανώθηκε η θεσμική συνεργασία των τριών εποπτικών αρχών για το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Την EBA για τις τράπεζες, την ESMA για τις κεφαλαιαγορές και την EIOPA για τις ασφάλειες. Ειδικά για την εποπτεία των τραπεζών συστάθηκε και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, στον οποίο συμμετέχουν εκτός από την ΕΚΤ και οι εποπτικές αρχές των χωρών που ανήκουν στη ζώνη του Ευρώ, με στόχο την παρακολούθηση και ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος των εν λόγω χωρών. Επίσης έχουν αναπτυχθεί μια σειρά από εργαλεία, ικανά κατά δήλωση και της Προέδρου Lagarde, να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο απειλής κατά των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών. Παραμένει βεβαίως η μεγάλη εκκρεμότητα της κοινής ευρωπαϊκής εξασφάλισης των καταθέσεων, κάτι που βρίσκεται ακόμη στις αρμοδιότητες των κρατών, λόγω κυρίως της αντίδρασης των λεγόμενων φειδωλών χωρών, ώστε να ολοκληρωθεί η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση, η οποία είναι βέβαιο ότι θα συνέβαλε στη βελτίωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τις τράπεζες.
Τη λύση τελικά δίνει το κράτος
Η εμπειρία μας, τόσο από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και μετέπειτα, όπως και από την πρόσφατη τραπεζική κρίση, συνοψίζεται σε μια μεγάλη αλήθεια. Όσο αυστηρούς κανόνες και αν θεσπίσουμε, όσους θεσμούς εποπτείας και ελέγχου αν κινητοποιήσουμε, τους κινδύνους μπορεί να τους μετριάσουμε, αλλά όχι να τους εξαλείψουμε. Όταν ο φόβος και η απόσυρση της εμπιστοσύνης εξαπλώνεται ως χιονοστιβάδα, είναι δύσκολο να ανακοπεί, ακόμη και να διαθέσουμε εκατοντάδες δισεκατομμύρια, κάτι που έγινε φανερό στην πρώτη προσπάθεια διάσωσης της Credit Suisse. Η εμπιστοσύνη τελικά δεν ανακτάται ούτε με δισεκατομμύρια. Η μόνη λύση που απομένει είναι μια καινούργια αρχή. Αυτό έγινε με την περίπτωση της συγκεκριμένης τράπεζας με την εξαγορά της από την UBS. Παρά τις αρχικές προσπάθειες για διάσωση με κρατική ενίσχυση 100 δις ελβετικών φράγκων δεν κατέστη δυνατή η συνέχιση της λειτουργίας της. Οι πληγές που άφησε πίσω της η χρεοκοπία της τράπεζας δεν περιορίζονται μόνο στο συγκεκριμένο ίδρυμα. Έθεσαν σε αμφιβολία ολόκληρο το ελβετικό χρηματοπιστωτικό κέντρο, το οποίο είχε καθιερωθεί για δεκαετίες, ως ασφαλές καταφύγιο για νόμιμα και παράνομα κεφάλαια από όλον τον κόσμο. Η χώρα που εξασφάλισε την ευημερία της με τα βουνά και τις τράπεζές της, κινδυνεύει να απωλέσει την αξιοπιστία της και αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη ζημιά.
Σε ότι αφορά στους καταθέτες και επενδυτές, οι οποίοι ένοιωσαν για άλλη μια φορά την απειλή για απώλεια των κεφαλαίων τους να τους πλησιάζει, είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν μια πολύτιμη εμπειρία. Ότι δηλαδή πλήρης ασφάλεια δεν υπάρχει για καμία επένδυση. Κάθε τόσο θα εμφανίζονται συστημικές απειλές αυτοδημιουργούμενες μέσα στα ίδια τα ιδρύματα με κακοδιαχείριση ή ακόμη και με απάτες, τις οποίες καμιά εποπτική αρχή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει, όταν ακόμη και κατά τα άλλα έγκυροι ελεγκτικοί οίκοι ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους (Βλ. περίπτωση Wirecard της Γερμανίας).
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς