Του Γιώργου Χαρβαλιά*
Όταν έρχεται η ώρα να συζητήσουν οι Γερμανοί ζητήματα πολεμικών επανορθώσεων βάζουν μπροστά μια γνώριμη κασέτα. Αναλαμβάνουν την ηθική ευθύνη για τα εγκλήματα…κάποιων άλλων, που έτυχε από μια κακιά στιγμή να βρεθούν για ένα μικρό διάστημα στην εξουσία.
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, τις ωμότητες έκαναν κάποιοι άσχετοι που προσγειώθηκαν σαν…αλεξιπτωτιστές για να λεκιάσουν την κατά τα άλλα ένδοξη και άσπιλη γερμανική ιστορία: Ο Χίτλερ και η παρέα του, οι Ναζί, τα Ες-Ες…Αυτοί φταίνε. Αλλά κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να θυμηθεί ότι στην έναρξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου ένας στους πέντε Γερμανούς ήταν μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Κι ότι φρικτές θηριωδίες εκτός από τα Ες-Ες έκανε και η Βέρμαχτ, δηλαδή ο τακτικός στρατός στον οποίο υπηρέτησαν 18 εκατομμύρια κάτοικοι της συγκεκριμένης χώρας!
Αυτά λοιπόν οι Γερμανοί σήμερα προσπαθούν να τα αποσιωπήσουν ώστε να μην εμφανίζονται νομικά υπόλογοι και πολιτικά υπεύθυνοι για τα εγκλήματα των παππούδων τους. Πρόκειται για αυτό που ονομάζω στο βιβλίο μου «διαχείριση μνήμης». Ένα σμίλευμα στις γωνίες που προκαλούν φόρτιση, ώστε να αναδυθεί η πτυχή μονάχα της καλής Γερμανίας, που παραστράτησε από μια διαβολική ατυχία, όπως περιπαικτικά εξιστορεί ο Τόμας Μαν στον Δόκτωρ Φάουστους…
Αυτή τη στρογγύλοποίηση μέσω συμφηφισμών την βλέπουμε γενικότερα στον ιστορικό αναθεωρητισμό που προωθούν οι Γερμανοί και ταιριάζει γάντι στο σημερινό κλίμα…ρωσοφοβίας: «Αγριότητες εκείνη την περίοδο δεν έκανε μόνο ο Χίτλερ…έκανε κι ο Στάλιν».
Ο συμψηφισμός βοηθάει όχι μόνο στην σχετικοποιήση των ευθυνών, αλλά και στην εκ του μακρόθεν ενατένιση τους: «Περασμένα-ξεχασμένα». Οι σημερινές γερμανικές κυβερνήσεις δηλαδή αναγνωρίζουν από απόσταση την ηθική διάσταση του εγκλήματος, αλλά θεωρούν ότι η περίοδος λογοδοσίας έληξε.
Σε αυτή την πολιτική της υπεκφυγής βοηθάει ασφαλώς και η χαριστική ρύθμιση που κατάφερε να αποσπάσει το 1953 ένας δαιμόνιος τραπεζίτης της (κλυδωνιζόμενης σήμερα) Deutsche Bank, εκπροσωπώντας την τότε δυτική Γερμανία στην περιβόητη Σύνοδο του Λονδίνου. Ο Χέρμαν Αμπς στο… «κόλπο της ζωής του», όπως συνήθιζε να λέει τα επόμενα χρόνια, αφού πέτυχε ένα δραστικό κούρεμα των γερμανικών προπολεμικών χρεών, εξασφάλισε, με την βοήθεια των Αμερικανών που είχαν το μυαλό τους στους Ρώσους, μετάθεση των επανορθωτικών υποχρεώσεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για το απώτερο μέλλον, «όταν και εφόσον οι δύο Γερμανίες ενοποιηθούν μέσα από μια επίσημη συνθήκη ειρήνευσης».
Το 1990 έγινε κι αυτό, αλλά οι Γερμανοί είπαν πονηρά-πάλι με την ανοχή των Αμερικανών-πως δεν πρόκειται περί «ειρηνευτικής συνθήκης». Ηταν απλώς μια…ρυθμιστική συμφωνία που επέτρεπε την ανάκτηση εδαφική ακεραιότητας της Γερμανίας σε μία οντότητα.
Με αυτή την αστεία δικαιολογία και μέσα σε μια ατμόσφαιρα ευφορίας για την πτώση του Τείχους, η ενιαία πλέον Γερμανία που έσπευσε να μεταφέρει την πρωτεύουσα της από την Βόννη στο Βερολίνο, με ότι συμβολισμό αυτό αποπνέει, κέρδισε κι άλλο χρόνο. Και στο τέλος αποφάσισε να βάλει τέλος στην συζήτηση, λέγοντας ότι όλες οι υποχρεώσεις της έχουν παραγραφεί…
Φυσικά τέτοιες κουβέντες δεν τελειώνουν επειδή κάποιος αποφασίζει να φύγει από το τραπέζι βροντώντας την πόρτα πίσω του. Εκτός κι αν ο συνομιλητής του δεν έχει την πρόθεση, τα μέσα ή το θάρρος να τον κυνηγήσει.
Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα με τις ελληνικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις οι οποίες-όπως περιγράφεται αναλυτικά στο βιβλίο μου «Γιαβόλ! Αίμα, Λήθη και Υποτέλεια-Η άγνωστη ελληνογερμανική ιστορία» που τυπώθηκε πρόσφατα σε δεύτερη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο ΠΕΔΙΟ (η πρώτη εξαντλήθηκε λίγες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του)-απέφυγαν να «κυνηγήσουν» την Γερμανία για τις επανορθώσεις.
Το ευχάριστο, όπως συνηθίζω να λέω, είναι ότι καμία κυβέρνηση δεν παραιτήθηκε από τις αποζημιώσεις ή το Κατοχικό Δάνειο και το δυσάρεστο ότι επίσης καμία δεν διεκδίκησε σοβαρά την απόδοση τους.
Οι Γερμανοί κατά καιρούς επιχείρησαν να ισχυριστούν ότι το κεφάλαιο έκλεισε με παραίτηση από την πλευρά του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή του Ανδρέα Παπανδρέου, όμως αυτά αποδείχτηκαν διπλωματικά…fake news που μοναδικό στόχο είχαν να προκαλέσουν αμηχανία και διχασμό στην ελληνική πολιτική σκηνή. Και προς στιγμήν το πέτυχαν, μέχρι που το καλαμπούρι τελείωσε όταν η Αθήνα απαίτησε να δει «ντοκουμέντα» τα οποία επιβεβαιώνουν τις υποτιθέμενες δεσμεύσεις Ελλήνων πολιτικών. Τέτοιες αποδείξεις δεν βρέθηκαν ποτέ και στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο ίδιος ο Γερμανός Καγκελάριος Λούντβιχ Ερχαρτ, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι επρόκειτο για παρεξήγηση. Στο μεταξύ όμως η Γερμανία είχε αρχίσει να ρυθμίζει τις υποχρεώσεις της προς κάποιους τρίτους αφήνοντας την Ελλάδα απ΄έξω. Το Ισραήλ πήρε όπως αναμενόταν την μερίδα του λέοντος και σε διακρατική βοήθεια και σε αποζημιώσεις προς ιδιώτες, ενώ άλλες χώρες που υπέφεραν στην διάρκεια της Κατοχής, όπως η Γιουγκοσλαβία και η Πολωνία έλαβαν τεράστια-για την εποχή-δάνεια σε μάρκα με εξαιρετικά προνομιακούς όρους αποπληρωμής, δηλαδή σχεδόν χαριστικά.
Η Ελλάδα στον αντίποδα εξασφάλισε ένα πολύ μικρότερο δάνειο 200 εκ μάρκων με ανταγωνιστικούς όρους αγοράς(επιτόκιο 6%!)και σύντομη διάρκεια αποπληρωμής καθώς και μία «βοήθεια» υπό την μορφή αποζημίωσης μόλις 115 εκ μάρκων για τα θύματα εθνικοσοσιαλιστικών διώξεων(κατά βάση δηλαδή Ελληνες Εβραίους). Τα ποσά που διανεμήθηκαν μόλις έφταναν για να αγοράσει κανείς ένα καλό γερμανικό…ψυγείο της εποχής.
Ο δρόμος επομένως για την διεκδίκηση των αποζημιώσεων είναι ορθάνοιχτος για την Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την ομόφωνη απόφαση της ελληνικής βουλής τον Απρίλιο του 2019 που υποχρεώνει τις ελληνικές κυβερνήσεις να τις απαιτήσουν. Είναι βέβαιο πως ακόμη και ένα μικρό τμήμα αν αναγκάζονταν οι Γερμανοί να καταβάλουν από τα σχεδόν 300 δις που αξιώνουμε σύμφωνα και με τους υπολογισμούς του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους θα είχαμε μία τεράστια ελάφρυνση στο δημόσιο χρέος, το οποίο, μετά από μια περίοδο χαλάρωσης λόγω Covid και Ουκρανίας προβάλει πάλι απειλητικό.
Το γιατί οι μνημονιακές ελληνικές κυβερνήσεις συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής δεν το διεκδικούν την ώρα π.χ. που η Πολωνία, χωρίς να χαλάει τις καρδιές της με τους Γερμανούς στο Ουκρανικό, αξιώνει ένα ποσό μαμμούθ 1,3 τρις ευρώ (!) είναι πραγματικά ακατανόητο.
Επανερχόμενος λοιπόν στο κρίσιμο αρχικό ερώτημα αν υπάρχει ελπίδα να δοθούν επανορθώσεις στην Ελλάδα θα πω ότι αυτό εξαρτάται από την πρόθεση των πολιτικών μας να τις διεκδικήσουν. Η πρόσφατη βιβλιοπαρουσίαση του «Γιαβόλ» που πραγματεύεται αυτό ακριβώς το ζήτημα μέσα σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου, με παρόντες δύο πρώην πρωθυπουργούς, τον τέως πρόεδρο της δημοκρατίας και πλήθος προσωπικοτήτων της πολιτικής, επιστημονικής και επιχειρηματικής ζωής δείχνει ότι το ζήτημα παραμένει ζωντανό στην συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας και σε ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού φάσματος. Το ζήτημα είναι όμως να μετουσιωθεί σε επίσημη κυβερνητική στρατηγική, γεγονός που απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση και…απεξάρτηση της ηγεσίας της χώρας από γερμανικά συμφέροντα.
* Συγγραφέα του βιβλίου «Γιαβόλ! Αίμα, Λήθη και Υποτέλεια»