Με την απόφασή του ο ΟΠΕΚ+ να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου από τον επόμενο μήνα κατά περίπου 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα, άναψε φωτιές στη διεθνή ενεργειακή αγορά και όχι μόνο. Στην ανακοίνωση της σχετικής απόφασης, οι τιμές πετρελαίου τράβηξαν την ανιούσα και όλες οι προβλέψεις αναφέρουν πλέον ότι η τιμή του μπρεντ θα διαμορφωθεί στα… 100+ δολάρια το βαρέλι.
Η εξέλιξη αυτή ανοίγει έναν νέο κύκλο μίνι (ελπίζουμε) κρίσης διεθνώς, με τα συνεπακόλουθα να είναι άμεσα στις τιμές ενέργειας, στα κόστη μεταφορών, στα κόστη συσκευασιών όπου ως πρώτες ύλες χρησιμοποιούνται πετρελαϊκά αγαθά και φυσικά στα τελικά προϊόντα.
Το ντόμινο των επιπτώσεων θα έχει συνέχεια στον πληθωρισμό, που ενώ ακολουθούσε φθίνουσα πορεία, με… οδηγό τα ενεργειακά προϊόντα, θα επιστρέψει σε ανοδική τάση. Συνεπεία των πληθωριστικών πιέσεων οι κεντρικές τράπεζες θα επανεξετάσουν την επιτοκιακή τους πολιτική, επιμένοντας σε νέες αυξήσεις που -προφανώς- θα οδηγήσουν σε ισχυρότερους κλυδωνισμούς τον τραπεζικό τομέα, πιέσεις θα υπάρξουν και στα επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών, που με τη σειρά τους θα εντείνουν τους φόβους για νέα γενιά κόκκινων δανείων, καθώς και για μερική ανάσχεση των επενδυτικών ροών, καθότι το χρήμα θα ακριβύνει.
Και μέσα σε όλα αυτά, πιέσεις ενδεχομένως να ασκηθούν και στα χρηματιστήρια.
Η παγκόσμια οικονομική κοινότητα φαίνεται ότι θα αργήσει να βρεθεί σε «συνήθη ηρεμίας», όπως και οι κυβερνήσεις που και πάλι υποχρεούνται να επιδείξουν γρήγορα αντανακλαστικά ώστε να προλάβουν τα… χειρότερα. Συνεπώς, απαιτείται επαγρύπνηση, ιδιαίτερα στην Ελλάδα που εισέρχεται σε μακρά προεκλογική περίοδο και σε κάθε περίπτωση τυχόν δύσκολες ή σκληρές αποφάσεις δεν πρέπει να ληφθούν από υπηρεσιακές κυβερνήσεις.