Skip to main content

Γ. Δραγασάκης στη «Ν»: Οι προκλήσεις της επόμενης ημέρας και η ευθύνη της προοδευτικής κυβέρνησης

Η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να κάνει προτεραιότητα της, την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και το μετασχηματισμό του σημερινού αντιαναπτυξιακού και πελατειακού κράτους, σε ένα δημοκρατικό αναπτυξιακό κράτος.

Του Γιάννη Δραγασάκη
βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και υποψήφιου βουλευτή στο Δυτικό Τομέα Αθηνών

Ενόψει των εκλογών που ήδη προκηρύχτηκαν, είναι αναγκαία μια  αποτίμηση της κληρονομιάς που αφήνει η απερχόμενη κυβέρνηση.

Θα μου επιτρέψετε να αρχίσω με το θέμα της δημοκρατίας. Το θέμα είναι παγκόσμιο, καθώς η δημοκρατία βάλλεται και πιέζεται παντού, αλλά παραμένει η μόνη θωράκιση των πολιτών απέναντι σε αυταρχικές και ανεξέλεγκτες εξουσίες. Είναι όμως και ένα θέμα που μας αφορά άμεσα. Ποτέ νομίζω στη μεταπολίτευση δεν αμφισβητήθηκε η δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Μπήκαμε υπό επιτήρηση για λόγους ελλειμμάτων και χρέους αλλά όχι για λόγους Δημοκρατίας. Δεν μπορεί, λοιπόν, να μας αφήνει αδιάφορους το γεγονός ότι η τελευταία έκθεση του ινστιτούτου V-dem του πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ, που είναι ένας παγκόσμια έγκυρος οργανισμός, χαρακτηρίζει την Ελλάδα δημοκρατία υπό διολίσθηση. Από την 34η θέση στην οποία ήμασταν το 2018 είμαστε τώρα στη θέση 49. Προφανώς αυτό συνδέεται με το θέμα των υποκλοπών, του λεγόμενου επιτελικού κράτους και τη λειτουργία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωση. Αξιολογώντας τα γεγονότα αυτά μας υποβιβάζουν από το καθεστώς της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε εκείνο της εκλογικής δημοκρατίας. Προτεραιότητα λοιπόν της επόμενης προοδευτικής κυβέρνησης πρέπει να είναι η διαλεύκανση των σκοτεινών υποθέσεων των παρακολουθήσεων και η υπεράσπιση της δημοκρατίας μέσα από την ενίσχυση των θεσμών και των λειτουργιών της.

Ανισότητες

Η δεύτερη πρόκληση  που θα ήθελα να αναφέρω είναι οι ανισότητες. Παλαιότερα θα έπρεπε να αιτιολογήσω τη σημασία του θέματος αλλά τώρα δεν νομίζω ότι χρειάζεται αυτό αφού όλοι οι παγκόσμιοι οργανισμοί, ακόμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θεωρούν προτεραιότητα μεγάλη το θέμα της μείωσης των ανισοτήτων και μεταξύ κρατών αλλά και εντός των κρατών και των κοινωνιών. Την προηγούμενη τετραετία, την περίοδο 2015-2019, παρότι ήταν εξαιρετικά δύσκολη, είχαμε κάμψη των δεικτών φτώχειας και ανισοτήτων. Είναι ανησυχητικό ότι αυτήν την τετραετία, 2019-23, που επίσης ήταν δύσκολη αλλά που είχαμε σημαντικές ευελιξίες και μεγάλη άνεση διάθεσης πόρων, οι ανισότητες ξανά επιδεινώνονται. Οι ανισότητες στο εισόδημα ιδίως μετά τον πληθωρισμό επιδεινώνονται διότι οι αυξήσεις μισθών δεν καλύπτουν, δεν αποκαθιστούν την αγοραστική δύναμη μισθών και εισοδημάτων. Τα μέτρα φορολογίας που ελήφθησαν τα περισσότερα διευρύνουν τις ανισότητες. Δεν είναι δυνατόν σήμερα να φορολογούμε με 5% περίπου τα μερίσματα, σε μια χώρα υπερχρεωμένη με μεγάλες ανισότητες. Δεν είναι δυνατόν να απαλλάσσουμε από τον φόρο τη μεταβίβαση με γονικές παροχές μεγάλων περιουσιών. Αυτή είναι η φορολογική προτεραιότητα σε αυτήν τη χώρα; Είναι ανάγκη να ξαναδούμε από την αρχή το φορολογικό σύστημα και την κατανομή των φορολογικών βαρών ώστε να ενισχύσουμε τη βιωσιμότητα, την ανθεκτικότητα και τη συνοχή της οικονομίας και της κοινωνίας μας.

Υπάρχει πρόβλημα επίσης με την πρόσβαση των πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες, και στα δημόσια αγαθά, στην ανώτατη εκπαίδευση, στο σύστημα υγείας. Παντού προστέθηκαν νέοι περιορισμοί αντί να αρθούν τα εμπόδια που υπήρχαν. Νέα πεδία στα οποία θα δοκιμαστεί η συνοχή της κοινωνίας είναι η 4η βιομηχανική επανάσταση, η ψηφιοποίηση, η κλιματική αλλαγή και πράσινη μετάβαση. Η μείωση των ανισοτήτων σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση των ραγδαία επιδεινούμενων δημογραφικών τάσεων αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση. Πρέπει συνεπώς να γίνει βασικός στόχος της αναπτυξιακής στρατηγικής αλλά και κριτήριο της κάθε επιμέρους πολιτικής αν όχι και του κάθε νομοσχεδίου.

Επενδύσεις

Και έρχομαι στην τρίτη πρόκληση που αφορά στις επενδύσεις και την αντιμετώπιση του τεράστιου επενδυτικού κενού που μας άφησε κληρονομιά η μεγάλη κρίση. Η κυβέρνηση μιλά συνεχώς για επενδύσεις. Αλλά τι επενδύσεις γίνονται; Το ότι, για παράδειγμα, η Εθνική Τράπεζα πούλησε την Εθνική Ασφαλιστική το θεωρούμε επένδυση; Οι εξαγορές αλλάζουν την ιδιοκτησία και τον έλεγχο αλλά δεν αυξάνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Άρα το ερώτημα είναι πως μπορούμε να έχουμε επενδύσεις που συμβάλουν στη μετάβαση σε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο.

Έρχομαι στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Ακούμε ότι το χρέος μειώθηκε. Εννοούν ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε. Αυτό ήταν αποτέλεσμα κυρίως της πληθωριστικής αποτίμησης του ΑΕΠ. Αλλά σε αυτόν το παράγοντα θα στηριχτούμε; Πρέπει, δηλαδή να ευχόμαστε να έχουμε ακόμα μεγαλύτερο πληθωρισμό; Πρέπει να έχουμε συνείδηση της πραγματικότητας. Είμαστε η πιο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρώπης. Έχουμε πετύχει, χάρη στις ενέργειες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με τη συμφωνία του 2018, μια δεκαετία βιωσιμότητας του χρέους. Αυτά τα 10 χρόνια πρέπει να τα αξιοποιήσουμε ώστε να δημιουργήσουμε ένα παραγωγικό υπόδειγμα βιώσιμο που δεν θα αυξάνει το χρέος. Αν τα 10 χρόνια περάσουν χωρίς να κάνουμε τίποτα, το χρέος θα επιστρέψει απειλητικά. Αυτήν την τριετία 2020-2022, το δημόσιο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 45 δισ. ευρώ. Από 356 που ήταν το 2019 ξεπέρασε τα 400 δισ. το 2022. Άρα η νέα κυβέρνηση πρέπει να καταρτίσει πρόγραμμα διαχείρισης του δημόσιου χρέους στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που συζητείται αυτό τον καιρό στις Βρυξέλλες με στόχο να τεθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά, με μεταρρυθμίσεις οι οποίες δεν θα δημιουργούν νέα λιτότητα αλλά θα προωθούν τη δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη.

Και έρχομαι σε ένα πέμπτο πρόβλημα, εκείνο των εξαγωγών και του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Το ενδιαφέρον είναι ότι εξαγωγές αυξάνουν ήδη από το 2016. Το ερώτημα είναι γιατί αυξάνει το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών αφού αυξάνουν οι εξαγωγές; Είναι προφανές ότι αυτό συμβαίνει διότι οι εισαγωγές αυξάνουν ταχύτερα. Αυτό δείχνει ότι η μείωση των μισθών, δεν βελτίωσε τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Γι’ αυτό παρά την αύξηση των εξαγωγών, το έλλειμμα διευρύνεται. Από 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019, το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών ξεπέρασε τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ, αντιστοιχώντας στο 9,6% του ΑΕΠ, το 2022. Ακόμη και χωρίς τα καύσιμα το έλλειμμα είναι σε ανοδική τροχιά. Άρα επιβεβαιώνεται και από αυτό η ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος. Έχουμε ανάγκη δηλαδή από μία οικονομία που να στηρίζεται στη γνώση και την καινοτομία και όχι στη φτηνή εργασία, να παράγει προϊόντα αυξημένης προστιθέμενης αξίας.

Όλα αυτά συνοψίζονται στο συμπέρασμα ότι η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να κάνει προτεραιότητα της, την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και το μετασχηματισμό του σημερινού αντιαναπτυξιακού και πελατειακού κράτους, σε ένα δημοκρατικό αναπτυξιακό κράτος.