Κατ’ αρχήν μια μικρή ιστορική αναδρομή. Ήταν αρχές της δεκαετίας του 90, μια εποχή ακραία φορτισμένη πολιτικά. Είχε προηγηθεί το ειδικό δικαστήριο του Ανδρέα Παπανδρέου και επίσης οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, οι οποίες κατέληγαν ατελέσφορες λόγω του εκλογικού συστήματος. Στη συνέχεια ήλθε η κυβέρνηση του Κων/νου Μητσοτάκη (που με 46.9% στις εκλογές χρειάστηκε το 0,67% της ΔΗΑΝΑ για να σχηματιστεί κυβέρνηση με 151 βουλευτές) και τρία χρόνια μετά, η πανηγυρική επάνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου με ποσοστό ακριβώς ίδιο με αυτό του Κων/νου Μητσοτάκη (46.9%). Ακολούθησε μια περίοδος πολιτικής κατάπτωσης κυρίως λόγω της ασθένειας του Ανδρέα Παπανδρέου, στη συνέχεια συνέβησαν τα δραματικά γεγονότα στα Ίμια και μια σειρά από σοβαρά πολιτικά συμβάντα που στιγμάτισαν την δεκαετία.
Και όμως, παρόλα αυτά, παρά τις τεράστιες πολιτικές διαφορές εκείνων των χρόνων και το συνεχές πολιτικό βέρτιγκο που επικρατούσε στην κοινωνία, ο δημόσιος διάλογος μέσω των τηλεοπτικών εκπομπών δεν είχε σχέση με όσα ισχύουν σήμερα.
Θυμάμαι τους αντίπαλους υποψήφιους βουλευτές σε προεκλογικές τηλεοπτικές εκπομπές συχνά να διαβουλεύονται μεταξύ τους πριν βγουν στον αέρα, για το πως θα συζητήσουν. Υπήρχαν φορές που συνεννοούνταν για τις «πάσες» που θα έδινε ο ένας στον άλλο στον τηλεοπτικό αέρα, προκειμένου να κάνουν ένα τηλεοπτικό κρεσέντο. Θυμάμαι ακόμη τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο να κλείνει on air (!) το μάτι στον παρουσιαστή –γνωρίζοντας πότε δεν τον πιάνει η κάμερα, ζητώντας τον λόγο για μια τηλεοπτική παράσταση, ένα show που θα έδινε ενίοτε με την ανοχή των συνομιλητών του.
Η διαχείριση ενός τηλεοπτικού προεκλογικού πάνελ, ακόμη και στην δεκαετία του 2000, δεν είχε ιδιαίτερες δυσκολίες για τον δημοσιογράφο- συντονιστή της συζήτησης. Αρκεί να μοίραζε τον χρόνο σωστά και να ήταν δίκαιος και αντικειμενικός με τους καλεσμένους του. Υπήρχαν αντιθέσεις, αντιπαραθέσεις και εντάσεις, που ήταν όμως σχεδόν πάντα διαχειρίσιμες. Και συνήθως η τηλεθέαση επιβράβευε τις πολιτικές εκπομπές, οι οποίες μεταδίδονταν στη ζώνη υψηλής τηλεθέασης των καναλιών. Όλα αυτά τότε…
Από τότε αλλάξαν πολλά. Το ενδιαφέρον του κοινού για τις τηλεοπτικές αναμετρήσεις περιορίστηκε σε υπερβολικό βαθμό. Σήμερα τα κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας έχουν καταργήσει από το πρόγραμμά τους τις πολιτικές εκπομπές. Πλέον τα πολιτικά πάνελ μοιάζουν περισσότερο με «γεμίσματα» του τηλεοπτικού χρόνου, καθώς έχουν ενσωματωθεί ως ένθετα σε εκπομπές γενικού δημοσιογραφικού περιεχομένου και δεν αποτελούν αυθύπαρκτες ενότητες στο τηλεοπτικό πρόγραμμα.
Όμως το ακόμα χειρότερο είναι πως η τοξικότητα που κατά κοινή ομολογία έχει επικρατήσει στην πολιτική και τον δημόσιο διάλογο, μεταφέρεται αυτούσια στην τηλεόραση. Τις περισσότερες φορές οι καλεσμένοι θα τσακωθούν on air και θα ανταλλάξουν «βαριές κουβέντες». Και νόημα δεν θα βγει, καθώς έχει γίνει κανόνας να μην απαντούν σε ερωτήσεις, αλλά να εκφωνούν το λογύδριο που έχουν προετοιμάσει.
Και όσοι θα τύχει να είναι μπροστά στους δέκτες τους, όσοι έχουν πλέον απομείνει, θα είναι για μια ακόμη φορά στο ίδιο έργο θεατές! Τραχύς πολιτικός λόγος και οχλοβοή, όπου το σαβουάρ βιβρ και η αβρότητα είναι άγνωστες έννοιες. Να φταίει άραγε ο μιθριδατισμός και η ανία που έχουν επικρατήσει στην κοινωνία, γεγονός που οδηγεί σε ολοένα υψηλότερους τόνους και μεγαλύτερη δόση της έντασης, μήπως και καταφέρουν να συγκινήσουν το κοινό;
Όλα αυτά συνέπεσαν κυρίως μετά τα δραματικά γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 και κατά την μετέπειτα χρεοκοπία της χώρας και τις επαχθείς πολιτικές που αφομοίωσαν όλες οι κυβερνήσεις. Κάπου εκεί δείχνει να βρίσκεται το σημείο καμπής. Γεγονότα που οδήγησαν σε απαξίωση για μεγάλη μερίδα της κοινωνίας την πολιτική και τους πολιτικούς. Σήμερα η ανάγκη είναι μεγάλη να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε, πριν την μεγάλη κατρακύλα.
Η κοινωνία ζητάει επιτακτικά πρώτα απ’ όλα σεβασμό και ειλικρίνεια! Ζητάει απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται και όχι δεκάρικους από τηλεοράσεως. Και κυρίως ζητάει να μην προσβάλλεται η νοημοσύνη της. Αυτό που δεν έχουν αντιληφθεί οι «καβγατζήδες» βουλευτές, είναι ότι μόνο χαμένοι βγαίνουν, καθώς έχουν κουράσει! Όποιος μπορεί αυτό να το καταλάβει θα βγει στο τέλος κερδισμένος.