Του Δημήτρη Βίτσα*
Το επιτελικό κράτος της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη το έχουν βιώσει η ελληνική κοινωνία και η ελληνική οικονομία στην πράξη. Και οι πλέον καλόπιστοι -ή ευκολόπιστοι- οφείλουν πλέον να έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι τίποτε άλλο από το παλιό πελατειακό κράτος της Δεξιάς, με νέο περιτύλιγμα. Οι επιδόσεις του στον σεβασμό του κράτους δικαίου, στην ελευθερία του Τύπου και στην προστασία των δικαιωμάτων είναι οικτρές. Δεν είναι, όμως, καλύτερες ούτε στο οικονομικό και αναπτυξιακό πεδίο.
Για αυτό υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι: ο πρώτος είναι ότι το «αναπτυξιακό» σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν συνιστά, στην πραγματικότητα, παρά την επιτομή του νεοφιλελεύθερου δόγματος, το οποίο η συγκεκριμένη κυβέρνηση υπηρετεί με φανατισμό και θρησκευτική προσήλωση, προσθέτοντας και έντονο αυταρχισμό. Πάντα, όμως, αποσκοπώντας όχι σε έναν αφαιρετικό ιδεολογικό πουριτανισμό, αλλά στην εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων μιας ορισμένη ολιγαρχίας, για λογαριασμό της οποίας ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο στόχος είναι ολόκληρος ο τεράστιος δημόσιος πλούτος να εκποιηθεί στο ιδιωτικό κερδοσκοπικό κεφάλαιο έναντι πινακίου φακής. Στη γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού αυτό αποκαλείται «μεταρρυθμίσεις, εξυγιάνσεις και στρατηγικές επενδύσεις».
Τα δείγματα γραφής που έχει δώσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι πολυάριθμα: απορρύθμιση των εργατικών δικαιωμάτων και ανατροπή των κατακτήσεων των εργαζομένων, αποδυνάμωση του ΕΣΥ με την «ευκαιρία» της πανδημίας, απαξίωση της δημόσιας δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας παιδείας υπέρ των διαφόρων ιδιωτικών κολλεγίων, ιδιωτικοποίηση της επικουρικής σύνταξης, άνοιγμα της θύρας για την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων πρώτων κατοικιών χάριν των διαφόρων funds, εκχώρηση όλο και περισσότερων κρατικών λειτουργιών σε ιδιώτες εργολάβους. Kαι, κυρίως, συστηματική εγκατάλειψη, απαξίωση, τεμαχισμός και εν συνεχεία εκποίηση στο μικρότερο δυνατό τίμημα όλων των κρίσιμων δημόσιων υποδομών. Την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, και μάλιστα στην κορύφωση της ενεργειακής κρίσης, ακολούθησε η πολύ πρόσφατη έμμεση ιδιωτικοποίηση των δικτύων ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης. Του νερού, κοντολογίς.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτό το σχέδιο δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί σε συνθήκες δημοκρατικής κανονικότητας. Όταν δηλαδή λειτουργούν τα θεσμικά αντίβαρα, υπάρχει λογοδοσία και έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας από τη νομοθετική και τη δικαστική και, κυρίως, όταν ο δημόσιος διάλογος είναι ανοιχτός και πλουραλιστικός, οι δε πολίτες σε θέση να ασκήσουν πλήρως τα συνταγματικά τους δικαιώματα όσον αφορά στη διαμαρτυρία και τη συλλογική πάλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δίκαιη, ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει στη χώρα. Απαιτείται συνεπώς, μια ανατροπή στις μεθόδους διακυβέρνησης που θα ανοίξει τον δρόμο σε ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο. Για αυτόν τον λόγο, στο κυβερνητικό μας πρόγραμμα περιγράφεται το σχέδιό μας για ένα δημοκρατικό και αποτελεσματικό κράτος, με δομές αξιοκρατίας και διαφάνειας. Η αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας και του κύρους της χώρας στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον συνδέεται λειτουργικά με την υλοποίηση αυτού του νέου παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου, στόχος του οποίου είναι η αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και των δυνατοτήτων κάθε κλάδου και κάθε περιφέρειας της πατρίδας μας, η προστασία της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και η παράλληλη ενίσχυση των κλάδων της νεοφυούς επιχειρηματικότητας.
Η αναπτυξιακή μας πρόταση είναι προσεκτικά μελετημένη, ρεαλιστική και κοστολογημένη. Συμπεριλαμβάνει, ενδεικτικά: Tην κρατικοποίηση της ΔΕΗ για να υπάρχει ένας ισχυρός δημόσιος ενεργειακός πυλώνας, παράλληλα με δραστική μείωση των λογαριασμών μέσα από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των τιμών στα καύσιμα και τρόφιμα. Την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής με έμφαση στις ΑΠΕ (ως προς την ενεργειακή αυτάρκεια) αλλά και σε στοχευμένα προγράμματα για ΟΤΑ, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αγρότες και βιομηχανίες. Τη χρηματοδότηση σχετικών προγραμμάτων μέσω της δημιουργίας δημόσιου πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα, της αξιοποίησης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων, ιδίως του ΕΣΠΑ 2021-2027 και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και της φορολόγησης των υπερκερδών των ιδιωτικών εταιριών ενέργειας που η τωρινή κυβέρνηση επιμένει να μην αγγίζει.
Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν πολιτικό θράσος, να λέει σοβαρά ο κ. Μητσοτάκης ότι στόχος του είναι να ανατρέψει το βαθύ κράτος. Ο ίδιος και η κυβέρνησή του είναι τα κατεξοχήν παραδείγματα και οι προνομιακοί συνομιλητές αυτού του βαθέως κράτους, με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε αντιμέτωπος κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από την Αριστερά 2015-2019. Σε εκ διαμέτρου αντιδιαστολή, λοιπόν, με τη φυσιογνωμία και τις πρακτικές του Βαθέως Επιτελικού Κράτους Μητσοτάκη, η δημοκρατική και προοδευτική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της απλής αναλογικής με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα έχει ως βασική αποστολή να σπάσει, επιτέλους, το απόστημα της διαφθοράς, της γραφειοκρατίας και του πελατειακού κράτους.
*Ο Δημήτρης Βίτσας είναι αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Δυτικής Αθήνας.